Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2009

Η Διαθηκη

Τα παιδικα χρονια στην Αιγινα τα εζησα στο σπιτι της γιαγιας Πατρας,εκει καταλαβα την ζωη,φτωχικα αλλα ομορφα ζουσαμε,παιχνιδι,βολτες στην παραλια,μπανια το καλοκαιρι.
Εζησα τις πραγματικες μυρωδιες των φρουτων,της τοματας την γευση,ψωμι με λαδι η ζαχαρι και δρομο.
Εκει οταν εφυγε η μανα μου εμεινα,μου αρεσε,δεν μου αρεσε που ημουν χωρις γονεις ομως,μικρο σπιτακι,εβλεπε την θαλασσα,κοιμομαστε με το καντηλι αναμενο,ειχαμε τα τροφιμα στο φαναρι,και παγο στο ψυγειο.
Αρχισε η γιαγια να ανησυχει...ποιος θα με κοιταξει ελεγε οταν γερασω,η μανα σου εφυγε,τι να της πω εγω,δεν ηξερα.
Η αλλη σου κορη της ελεγε μια γειτονισα αλλα το σπιτι να το γραψεις σε εκεινην,η αλλη η γυριστρω ουτε που θα νοιαστει για σενα.
Ετσι και εγινε,αργοτερα καταλαβα την αξια αυτου που χαθηκε τοτε,οταν ηρθα στην Αθηνα και ειδα που εμενε η μανα μου.
Δωματια μικρα,χωρις κουζινα,χωρις να λειτουργει ο νεροχυτης,χωρις τουαλετα μεσα στο σπιτι.
Δεν ειχαμε τιποτα,ουτε ψυγειο,ταλαιπωρια και φτωχεια,δεν μας ενοιαζε εμας,το μονο που με ποναγε ηταν οταν με εστειλε σε κεινο το ιδρυμα,3 χρονια νεκρος εζησα εκει.
Περασε ο καιρος μεγαλωσα,μεναμε απο εδω και απο εκει,στο νοικι,ημιυπογεια,γκαρσονιερες,μονοκατοικιες,αγχος,να τρεχει να πλενει στα ξενα σπιτια,πτωμα γυριζε 200 δραχμες και την εβαζαν στο τελος της ημερας να τους γυαλιζει και τα παπουτσια τους.
Σαν ελληνικη ταινια απο αυτες τις χαλια που παιζονταν τοτε μοιαζει.

Αρχισα να δουλευω μαζι με το σχολειο,οπου εβρισκα,κουβαλαγα για 20 δραχμες πορτες αυτοκινητων σε ανταλλακτικα απο τα 14,νοικι ειχαμε που να βγει.
Αργοτερα ηρθε ο πατερας μου,μετα τον στρατο,αποφασισα να παω μαζι του,δεν αντεχα τις παραλογες σχεσεις της μητερας μου.

Την γιαγια και τον παππου απο το σοι του πατερα μου ουτε να τους δω,περιουσια μεγαλη στο νησι,κι εμεις πειναγαμε,αντε μικρος οποτε πηγαινα κανενα 500αρικο σαν ελεημοσυνη,φυγανε κι'αυτοι,τι καταφερανε που του γραψανε οτι η μανα μου εχει σχεση?
Τους χωρισαν και εμεινε αυτος εκει,εκεινη εδω,κι εγω στην μοιρα μου.
Δεν ζητησα ποτε τιποτα ουτε και ηθελα,δεν το προτειναν αλλωστε,τα πηραν αλλοι και το σπιτι και τις φυστικιες,και ολα.

Η μανα καταφερε και πηρε αυτο που μενουμε τωρα,σιγα-σιγα το εφτιαξα λιγο,νεα κουζινα,λιγο το μπανιο,πορτα ασφαλειας να μην φοβαται,ειναι και η περιοχη εδω λιγο δυσκολη,και τι περιμενα τιποτα.
Παμε να στο γραψω μου ελεγε,αστο μανα αργοτερα,παμε ελα γιατι ο αδερφος σου μ'εχει φαει να το παρει εκεινος,αστο μανα δεν θελω.
Μην εισαι χαζος μου ειπε ενας φιλος,που θα μεινεις αργοτερα?Αφου το θελει κανε το.
Κι'ετσι απεκτησα κι εγω με γονικη παροχη αυτο το μικρο σπιτακι,και μετα ηρθαν οι μελισσες οπως λεει και το εργο.

Περνανε τα χρονια,ηρθε η αρρωστια της και μου εγινε η ζωη μου κολαση,και που να παω,να την αφησω μονη δεν μπορω,μονος αυτες τις ημερες δεν αντεχω,ειχα και τις ατυχιες με την δουλεια,χεσ'τα Χαραλαμπε.

Μια αφιερωση κανω το πιο πανω τραγουδι,η ψυχη δεν κλεινεται σε τοιχους,καλυτερα να ηταν ολα καλα και ας ειχαμε μεινει στο νοικι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: