Δεν είχα παππού στο αντάρτικο. Ο παππούς μου ήταν Μακεδονομάχος στον Πρώτο Παγκόσμιο. Έχασε, σχεδόν, το πόδι του για την «πατρίδα». Σχεδόν γιατί όταν τον σύρανε πίσω στο κατάλυμμα οι άλλοι στρατιώτες που τον έσωσαν με κόπο, κι είδε ο γιατρός το πόδι αναφώνησε: «Νικόλα ξεκινάει γάγγραινα! Θα στο κόψω! Δε γίνεται αλλιώς, θα πεθάνεις».
Ο παππούς μου που ήταν δεκαοχτώ χρονών άρχισε –με όση δύναμη του’χε απομείνει- να φωνάζει: «Εγώ σακάτης δε ζω! Καλύτερα να πεθάνω!». Μα ο γιατρός επέμενε. Κι ο παππούς μου παρακάλεσε, ικέτεψε, τους προμηθευτές να τον κρύψουν μες στα πράματα, για να φύγει από κει. «Να πεθάνω με όλα μου τα μέλη, ρε παιδιά!» τους είχε πει και τελικά η αγωνία του κι η αποφασιστικότητά του, τους είχαν πείσει.
Μ’ αυτό το πόδι ο παππούς μου έζησε ως τα εβδομήντα πέντε. Το τραύμα άνοιγε συνέχεια και η γιαγιά μου, αυτό το αεικίνητο ξωτικό, το τοσοδούλι σαμιαμίδι που έφερνε βόλτα μια φαμίλια εφτά ανθρώπων και όλων των συγγενών που κουβιαλιόντουσαν μονίμως από τα χωριά στρωματσάδες στο σπίτι τους, καθάριζε του παππού το τραύμα σχεδόν καθημερινά. (Παντρεύτηκαν από έρωτα και πέθαναν με έξι μήνες διαφορά.)
Η γιαγιά μου, που τη θυμάμαι, στο τέλος της εξαντλητικής της μέρας να λύνει ένα μαυρογκρίζο χείμαρρο να τον χτενίζει κι ύστερα να τον ξαναπιάνει κότσο με φουρκέτες, όταν μπόρεσε να ψηφίσει, ψήφισε δεξιά. «Γιατί έτσι είχα ορκιστεί στον πατέρα μου πως θα κάμω» μου είχε πει αυτή η απλή Κρητικοπούλα-Απεραθίτισσα, που ο πατέρας της την έβγαλε από το σχολείο μετά την Πρώτη Δημοτικού να δουλέψει στα χωράφια, παρ’ όλο που ο δάσκαλος τον παρακάλαγε να μην το κάνει, γιατί «τα ’παιρνε τα γράμματα σα σφουγγαράκι, η Εργίνα» όπως του΄λεγε. Ώσπου ο πατέρας της, μετά τα χωράφια, την έστειλε δουλίτσα στα τζάκια της Αθήνας δώδεκα χρονών.
Κι επειδή δεν μπόρεσε να νεκροφιλήσει τον πατέρα της, όπως μου είπε, κράτησε τον όρκο της να ψηφίσει δεξιά. Γιατί κατά τα άλλα σχέση με τη δεξιά η ζωή της δεν είχε.
Στην κατοχή, αυτή η «δεξιά» έκρυψε δύο Εβραιόπουλα, που έτρεχαν μες στη νύχτα χτυπώντας πόρτες τρέμοντας, και ψιθυρίζοντας πνιχτά μες στην αγωνία τους «ανοίξτε, σας ικετεύουμε, ανοίξτε!» Όμως καμμία πόρτα δεν άνοιγε. Τα μάνταλα γυρνούσαν από μέσα και δεύτερη στροφή.
Η γιαγιά μου που είχε τέσσερα μικρά παιδιά, κι αν την ανακάλυπταν οι Γερμανοί θα εκτελούσαν πρώτα τα παιδιά της –να τα βλέπει η μάνα να ξεψυχάνε, όπως το συνήθιζαν τα κτήνη – κι ύστερα εκείνην, τους άνοιξε και τους έχωσε στο πατάρι.
Ήταν τυχεροί όλοι τους που οι Γερμανοί δεν χτύπησαν την πόρτα εκείνη τη νύχτα, όπως άλλες νύχτες, που έμπαιναν μέσα στα σπίτια και τους έβαζαν τα όπλα στα κούτελα και στα στόματα.
Κι όταν χρόνια αργότερα μου καθάριζε αυτές τις απίστευτες στρογγυλές πατάτες, που μόνο οι Κρητικές για κάποιο λόγο ξέρουν να κάνουν έτσι σα γλύκισμα, μου απαντούσε όταν εγώ τη ρωτούσα πώς δεν φοβήθηκε να τους κρύψει: «Μα να τσ’ άφηνα απόξω, βρε σκροφαράτσι; Να τσι πασουν οι Γερμανοί; Κοπέλια δικά μας ήταν κι αυτά! Παιδάκια μας, μια γειτονιά!»
Ο παππούς μου που δεν ήταν στο αντάρτικο -και που ούτε θα πήγαινε αν δεν είχε μείνει κουτσός, γιατί όταν ψήφισε, ψήφισε Κέντρο και ΔΕΝ επέβαλε στη γυναίκα του να κάνει το ίδιο- στην κατοχή υπέφερε που δεν μπορούσε να κάνει πολλά, κουτσός όπως ήταν πια. Και βοηθούσε φίλους και γείτονες όπως μπορούσε με τις λιγοστές του δυνάμεις.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, που δεν είχαν καλά-καλά να φάνε ακόμα, ο παππούς μου μάζεψε το πρώτο νεγράκι της γειτονιάς (που δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκε εκεί, αυτό δεν μου το διηγήθηκαν ποτέ), όταν στους «ζωολογικούς κήπους με ανθρώπους» της Ευρώπης, που κρατούσαν τους Αφρικανούς, σα ζώα, σε κλουβιά, προς τέρψιν των πολιτισμένων Ευρωπαίων αστών και πλουσίων, έτριζαν ακόμα τα κάγκελα των κλουβιών…
Το μαυράκι το τάιζαν μαζί με τα άλλα ορφανά της γειτονιάς, ίσως και περισσότερο από τα άλλα, όταν άλλοι –αριστεροί, κύριε Γραμματέα- δεν το ακουμπούσαν καν γιατί τους φαινόταν «περίεργο». Στα ορφανά που τάιζαν οι παππούδες μου ήταν επίσης και παιδιά κομμουνιστών, γιατί τότε οι πόρτες «συνόρευαν» αρκετές φορές μέσα στις ίδιες φτωχογειτονιές. Η ταξικότητα είχε άλλο πρόσημο. Αυτό που αντί να εξαλείψετε, κύριε Γραμματέα, ξεφτιλίζετε σήμερα εσείς που παριστάνετε τους αριστερούς.
Ο παππούς μου δεν ήταν ούτε αριστερός, ούτε, κομμουνιστής, ούτε αναρχικός. Οικογενειακά παράσημα λοιπόν δεν έχω. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά πως θα χαίρονταν σήμερα, αν με έβλεπαν αυτοί οι απλοί, μεροκαματιάρηδες, βασανισμένοι άνθρωποι, που στήριξαν όχι με ιδέες αλλά με πράξεις μέσα στην καθημερινότητα μια δίκαιη κοινωνία -γιατί εκεί είναι η ουσία της ιδεολογίας μας, στην καθημερινότητα και στις πράξεις μας. Και τη στήριξαν πιο πολύ από πολλά τουφέκια και κονσερβοκούτια που ξεφτιλίζονται όπως φαίνεται σήμερα από τους απογόνους τους. Ξέρω πως θα ήταν περήφανοι για μένα, παρ’ όλο που οι ιδεολογίες που (υποτίθεται ότι) υπηρέτησαν, είναι έτη φωτός μακριά από τη δική μου.
Για σένα, κύριε Γραμματέα, που παριστάνεις ότι η ιδεολογία σου συγγενεύει με των προγόνων σου, οι παππούδες σου, οι Εαμίτες θα ήταν περήφανοι; Ή μήπως άραγε θα σ’ έφτυναν στη μούρη και θα σου’λεγαν: «Δεν ντρέπεσαι που μιλάς και στο όνομά μας;»
Καθένας με τις μνήμες του. Κάποιοι εξέλιξαν αυτό το τόσο αληθινό «η μόνη πατρίδα μας, τα παιδικά μας χρόνια» και τα λόγια των παππούδων τους, σε έναν αγώνα για ανθρωπιά, δικαιοσύνη, και αλληλεγγύη. Αυτοί πάλευαν και θα παλεύουν ενάντια στις βρώμικες καρέκλες του συστήματος, της εξουσίας, της ανισότητας και πάντα μα πάντα, της διαφθοράς -αυτές δηλαδή που άλλοι στρώνουν τον κώλο τους πάνω, κύριε Γραμματέα.
Και κάποιοι άλλοι ξεφτιλίζουν τις μνήμες τους. Αυτοί θα λογοδοτήσουν στην Ιστορία, και ίσως –αν δεν είναι ζόμπι τελειωμένα- να λογοδοτήσουν και στο μαξιλάρι τους. Εκεί δηλαδή που κάθε άνθρωπος κάνει τον προσωπικό του απολογισμό χωρίς κάμερες, φώτα, θεατές, και χωρίς κανέναν απέναντί του να πείσει, γιατί απέναντί του βρίσκονται μόνο οι πράξεις του, οι αλήθειες του, και τα ψέματά του. Όλα αυτά που αιωρούνται σαν φαντάσματα στοιχειώνοντας κάθε λεηλατημένη συνείδηση, ναρκώνοντάς την με ύλη, δύναμη, εξουσία, για να πάψει να διαμαρτύρεται. Ώσπου κάθε τέτοια συνείδηση καταλήγει να κάνει ένα νεκροζώντανο σουλάτσο πάνω από τον περιφερειακό της γειτονιάς που λέγεται «ζωή με αξιοπρέπεια».
Αυτά κύριε Γραμματέα. Το «Νεολαίας» δεν είναι τυχαίο που δεν το ανέφερα καθόλου. Είναι γιατί με αηδίαζει η σκέψη ότι τέτοια σάπια μυαλά, που δεν διστάζουν να καπηλευτούν το χυμένο αίμα, τους βασανισμούς, τις εκτελέσεις, τα Σκοπευτήρια, αυτοί είναι οι «Νεολαίοι» που παίρνουν στα χέρια τους ένα κόσμο φτώχειας, ανισότητας, αυτοκτονιών, σύγχρονης δουλείας, που κάποιοι πάλεψαν και παλεύουν, μάτωσαν και ματώνουν, ώστε μια μέρα να εξαλειφτεί.
Κάποτε έλεγα πως δεν σας χωρίζει τίποτα από τους δεξιούς. Αλλά έκανα λάθος. Σας χωρίζει η αλήθεια ότι εσείς είστε απλά μία κακή, φτηνή τους απομίμηση.
Εσείς θα κρέμεστε στα μανταλάκια του περιπτέρου της Ιστορίας σαν φτηνά μπιχλιμπίδια, σαν ληγμένα λιγούρια εξουσίας, που στο τέλος θα φάνε τη σάρκα τους προσπαθώντας να δώσουν ιδεολογικό άλλοθι στο ξεπούλημά τους.
https://katerinafullmoonblog.wordpress.com/2016/01/19/den-eixa-pappou-stoantartiko-grammatea-neolaias-suriza/