Τον Σεπτέμβριο του 2021 το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (New York Stock Exchange, NYSE) ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, το οποίο εδώ και χρόνια αποκαλείται κυνικά “φυσικά περιουσιακά στοιχεία (natural assets)”
από τους παγκόσμιους εξουσιαστές και τα φερέφωνα τους. Ουσιαστικά σε
αυτό περιλαμβάνονται όλα τα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα του
πλανήτη (είτε αυτά είναι παρθένα, είτε έχουν δεχτεί ανθρώπινη επέμβαση),
οι φυσικοί τους πόροι, καθώς και όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες που
σχετίζονται με αυτά.
Μέχρι σήμερα η εμπορευματοποίηση των οικοσυστημάτων γινόταν με άμεσο
τρόπο, δηλαδή με την εκμετάλλευση τους στα πλαίσια της καπιταλιστικής
παραγωγής. Το προφανές επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για τις υπερεθνικές
οικονομικές ελίτ και τους κάθε λογής υπηρέτες τους (κράτη, τεχνοκράτες,
πολιτικοί, κλπ) είναι να μπορούν να αντλούν υπεραξία από αυτά μέσω της
πλήρους ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης – χρηματιστικοποίησης της φύσης αλλά και της ανθρώπινης ζωής, στον βαθμό που αυτή εξαρτάται από το φυσικό περιβάλλον.
Πρόσφατα η ιστοσελίδα της οργάνωσης “Alliance for Natural Health” (Συμμαχία για τη Φυσική Υγεία) έκανε ένα αφιέρωμα σε αυτό το εγχείρημα, χαρακτηρίζοντας το
ως τη μεγαλύτερη αρπαγή γης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ύστερα από την
ανάλυση που κάνουμε πιο κάτω, παραθέτουμε τη δική μας εκτίμηση ότι εάν
φτάσει να υλοποιηθεί, οι συνέπειες του δεν θα είναι μόνο οικονομικές,
αλλά θα επεκταθούν σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας
και θα αλλάξουν όσα γνωρίζαμε ή θεωρούσαμε δεδομένα για τη φύση, τη
σχέση του ανθρώπου με αυτήν, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
Θέλουμε να τονίσουμε ότι δεν πρόκειται για κάποιο υποθετικό σενάριο ή
για κάποιον σχεδιασμό που πρόκειται να υλοποιηθεί στο μακρινό μέλλον.
Όπως θα δούμε στη συνέχεια του άρθρου, ήδη έχουν μπει τα θεμέλια για την
πιλοτική του εφαρμογή στην Κόστα Ρίκα, ενώ σε δεύτερη φάση προβλέπεται
να ακολουθήσουν χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Κεντρικής και
Νότιας Αμερικής.
Η πρόσφατη κίνηση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και όσων
βρίσκονται πίσω από αυτό δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Πρόκειται για
το τελευταίο στάδιο ενός καλά μεθοδευμένου σχεδιασμού, του οποίου οι
απαρχές ανάγονται στη δεκαετία του ’70. Πριν εξετάσουμε μερικά στοιχεία
και δεδομένα για τους εμπνευστές του, για το πρόσχημα που
χρησιμοποιείται για την προώθηση του και για το πώς σχεδιάζεται να
υλοποιηθεί, θα κάνουμε μία σύντομη αναδρομή σε μερικά γεγονότα-σταθμούς
που προηγήθηκαν των πρόσφατων εξελίξεων και που οδήγησαν σε αυτές.
Οι προδρομικές φάσεις
Τα θεμέλια
Τη δεκαετία του ’70 έγιναν από κάποιους νεοφιλελεύθερους
οικονομολόγους οι πρώτες πρωτόλειες απόπειρες επαναπροσδιορισμού μερικών
εννοιών που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Τότε νοηματοδοτήθηκε
και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος “περιβαλλοντικές υπηρεσίες”. Τότε έγινε η πρώτη αναφορά στην “αναγκαιότητα της αποτίμησης των φυσικών πόρων”. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος “οικοσυστημικές υπηρεσίες” και στα τέλη της ίδιας δεκαετίας εισήχθηκε ο όρος “φυσικό κεφάλαιο”.
Το 1972 η “Λέσχη της Ρώμης”[1]
(“Club of Rome”) ανέθεσε σε μία ομάδα επιστημόνων (Meadows et. al) και
στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) τη διεξαγωγή μιας
έρευνας πάνω στις συνέπειες της αχαλίνωτης τεχνολογικής ανάπτυξης. Η σχετική έκθεση
δημοσιεύτηκε δύο χρόνια μετά, το 1974, υπό τον τίτλο “The Limits to
Growth” (Τα Όρια της Ανάπτυξης) και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι με τη
συνέχιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, το αργότερο σε εκατό χρόνια (από
τότε) θα εξαντλούνταν οι φυσικοί πόροι, θα μειωνόταν δραματικά ο
παγκόσμιος πληθυσμός και θα επερχόταν η οικολογική κατάρρευση του
πλανήτη. Μία από τις προτεινόμενες λύσεις ήταν η επίτευξη μίας
θεωρητικής – φαντασιακής κατάστασης «αποανάπτυξης» που θα οδηγούσε σε
μία εξίσου θεωρητική “κατάσταση ισορροπίας”, στην οποία η εν λόγω ερευνητική ομάδα φαντασιώθηκε την επιβίωση του καπιταλισμού στο διηνεκές.
Η λύση της αποκαλούμενης “κατάστασης ισορροπίας” αφήνει
άθικτη τη βασική δομή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και φυσικά τη
λειτουργία των καπιταλιστικών χρηματοπιστωτικών αγορών και γενικότερα
αυτή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Οι υποταγμένοι επιστήμονες στους οποίους ανατέθηκε η έρευνα ήξεραν πολύ
καλά ποια ήταν τα αφεντικά τους και τι ζητούσαν από αυτούς. Ομοίως, τα
αφεντικά τους ήξεραν καλά σε ποιους την ανέθεταν.
Το μήνυμα που πέρασε η Λέσχη της Ρώμης μέσω της έκθεσης Meadows ήταν
ότι σε μία μελλοντική αέναη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπως αυτή που θα
οι ίδιοι προέβλεψαν[2]
ότι θα προέκυπτε λόγω της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι «από κάτω» θα
έπρεπε να συναινέσουν σε όποια μέτρα θα έπαιρναν οι «από πάνω» και να
ξεχάσουν τις όποιες προσδοκίες τους για κοινωνικές αλλαγές. Σε αυτήν την
υποθετική “κατάσταση ισορροπίας” δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην πειθάρχηση των «από κάτω» και στη μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού.
Όπως παρατηρεί σχετικά ο Harvey Simmons από το μακρινό 1973, “(σε
μια οικονομία μόνιμης κατάστασης) οι άνθρωποι θα έπρεπε να αποδεχθούν
ότι η προσφορά αγαθών είναι περιορισμένη και ότι (…) σε κάποιους αξίζουν
περισσότερα από άλλους. Οι κοινωνικές και οικονομικές ιεραρχίες θα
συνέχιζαν να υπάρχουν. Ωστόσο οι διαφορετικές αμοιβές θα ήταν ευκολότερα
δικαιολογήσιμες μέσα σε ένα οικονομικό και οικολογικό σύστημα στο οποίο
θα υπήρχε ένα πεπερασμένο όριο στη διανομή και στο οποίο οι αυταπάτες
της επίτευξης της ισότητας μέσω της παραγωγής θα είχαν εξαφανιστεί” (1, 2).
Από το εξίσου μακρινό 1974 ο David Harvey σημειώνει σχετικά : “αν
μια υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, μια ελίτ κάποιου είδους,
απειλείται και πολεμά για να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση της στην
κοινωνία, τότε τα επιχειρήματα του υπερπληθυσμού και της έλλειψης
(φυσικών) πόρων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πανίσχυροι ιδεολογικοί
μοχλοί για να πείσουν τους ανθρώπους να αποδεχτούν το status quo της
ελίτ και τα αυταρχικά μέτρα για τη διατήρησή της”.
Τη δεκαετία του ’80 έγιναν οι πρώτες απόπειρες σύμπτυξης της
καπιταλιστικής οικονομίας και της καθεστωτικής οικολογίας. Αυτές
επισημοποιήθηκαν το 1982 στο Συμπόσιο του Wallenberg, στη Στοκχόλμη της
Σουηδίας. Ο τίτλος του “Ενσωματώνοντας (ενοποιώντας) την Οικολογία και
την Οικονομία” και η χρηματοδότηση του από το Ίδρυμα Wallenberg, ένα από
τα πιο ισχυρά ιδιωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, είναι
ενδεικτικά του περιεχομένου και των στόχων αυτής της σύμπτυξης. Μία
δεύτερη συνάντηση με τον ίδιο τίτλο και περιεχόμενο πραγματοποιήθηκε το
1987 στη Βαρκελώνη, με άλλο χορηγό. Δύο από τους συμμετέχοντες και στις δύο συναντήσεις ήταν οι οικονομολόγοι Robert Costanza και Herman Daly.
Τα επόμενα δύο χρόνια οι δυο τους θα εκδώσουν δύο περιοδικά πάνω στο
ίδιο θέμα και το 1988 θα ιδρύσουν τη Διεθνή Εταιρεία Οικολογικής
Οικονομίας (International Society for Ecological Economics, ISEE),
προωθώντας την πολυπόθητη σύμπτυξη.
Οι κινήσεις των Costanza και Daly δεν πέρασαν απαρατήρητες από τα
πλανητικά αφεντικά. Αμέσως μετά τις συναντήσεις ο Costanza έγινε ένα από τα 100 μέλη της αυτοαποκαλούμενης Λέσχης της Ρώμης
(“Club of Rome”), η οποία μέχρι σήμερα είναι ένα από τα βασικά όργανα
άσκησης πολιτικής των παγκόσμιων ολιγαρχών – εξουσιαστών. Μετά την
ίδρυση της ISEE o Henry Daly προσλήφθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα
(World Bank) και ήταν για έξι χρόνια επικεφαλής του Τμήματος
Περιβάλλοντος αυτού του εξουσιαστικού μηχανισμού που ελέγχεται από το
κεφάλαιο των ΗΠΑ[3].
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτός ο τραπεζικός κολοσσός έχει κεντρικό
ρόλο στην πραγμάτωση των σχεδιασμών του υπερεθνικού κεφαλαίου στο θέμα
που εξετάζουμε.
Οι
νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι που ασχολήθηκαν και συνεχίζουν να
ασχολούνται με τη δόμηση και το πλασάρισμα αυτού του αφηγήματος,
αυτοαποκαλέστηκαν “οικονομολόγοι του περιβάλλοντος” και ως τέτοιοι καθιερώθηκαν από όλα τα μέσα μαζικής προπαγάνδας.
Η πρώτη οργανωμένη επανοηματοδότηση της φύσης και η εμφάνιση του νεοφιλελεύθερου «περιβαλλοντισμού»
Η πρώτη συστηματική απόπειρα επανοηματοδότησης της φύσης και ένταξης
της στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του ’90.
Όπως σημειώνει η Kathleen McAfee στο άρθρο της
“Η αντιφατική λογική των παγκόσμιων αγορών οικοσυστημικών υπηρεσιών”, η
φύση αντιμετωπίζεται από αυτούς τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους “ως ένα υποσύστημα της οικονομίας, με στόχο την ένταξη του φυσικού κόσμου στον κόσμο της αγοράς”.
Γύρω στα τέλη της δεκαετίας άρχισαν να χρησιμοποιούνται κατά κόρον οι
προαναφερθέντες όροι και να δίνεται έμφαση στο νέο τους νόημα και
περιεχόμενο, στα πλαίσια του συγκρητισμού της νεοφιλελεύθερης
οικονομικής αντίληψης και της συστημικής – καθεστωτικής «οικολογίας»[4],
τα θεμέλια του οποίου είχαν μπει τη δεκαετία του ’70 και επίσημα το
1982 στο Συμπόσιο του Wallenberg. Έτσι προέκυψε η απάτη του λεγόμενου “περιβαλλοντισμού της ελεύθερης αγοράς” (“free-market environmentalism”),
δηλαδή της απόπειρας του νεοφιλελευθερισμού να παρουσιαστεί ως μία
κοσμοθεωρία με περιβαλλοντικό πρόταγμα, προσεταιριζόμενος τα
οικολογίζοντα παράσιτα-παρτάλια της “οικολογίας του καπιταλισμού”.
Ήταν η εποχή που είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές οι ολέθριες
συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο φυσικό περιβάλλον.
Οικειοποιούμενος όρους και προτάγματα της οικολογίας, ο
νεοφιλελευθερισμός επιχείρησε να δομήσει το αφήγημα του περί σωτηρίας
του πλανήτη από την επερχόμενη οικολογική καταστροφή πάνω στην
υποτιθέμενη “βιώσιμη ανάπτυξη”[5].
Το αφήγημα διέπεται από μία σαφή αντιφατικότητα: οι εκφραστές και
θιασώτες του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος που είχε οδηγήσει τον
πλανήτη στα πρόθυρα της οικολογικής καταστροφής, έρχονταν να υποσχεθούν
ότι αυτό το ίδιο σύστημα θα τον έσωζε ή ότι τουλάχιστον θα επιβράδυνε
την επικείμενη καταστροφή, εάν η οικονομική τους κοσμοθεωρία
επεκτεινόταν στο φυσικό περιβάλλον και εάν όλοι οι φυσικοί πόροι
ιδιωτικοποιούνταν και εμπορευματοποιούνταν στο έπακρο.
Προς
τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Παγκόσμια Τράπεζα έκανε μία αλλαγή
στάσης αναφορικά με την «περιβαλλοντική» της πολιτική και τη στάση της
απέναντι στις αντίστοιχες «μη κυβερνητικές» οργανώσεις. Υιοθέτησε μία
«οικολογίζουσα» ρητορική, εστιάζοντας στην εύηχη κενολογία “βιώσιμη ανάπτυξη”.
Παράλληλα, τα χρήματα που διέθετε για δάνεια για περιβαλλοντικά
προγράμματα, και κυρίως οι χρηματοδοτήσεις προς τις «περιβαλλοντικές»
οργανώσεις, αυξήθηκαν κατακόρυφα. Έτσι, κατάφερε να μειώσει δραστικά την
κριτική εναντίον της και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εξασφάλισε τη
στήριξη των περισσότερων από αυτών ή τουλάχιστον τη σιωπηλή συναίνεση
στην πραγματοποίηση των σχεδιασμών της. Όπως παρατήρησε εύστοχα το 2000 ο
James Sheehan στο άρθρο του “The Greening of the World Bank”, “τώρα
αυτές οι οργανώσεις είναι βαθιά ριζωμένες στην Παγκόσμια Τράπεζα. Όλως
περιέργως, το όραμα τους για την οικονομική ανάπτυξη του τρίτου κόσμου
έχει φτάσει να μοιάζει με αυτό της Τράπεζας”.
Την ίδια εποχή ξεπετάχτηκαν εκατοντάδες νέες «περιβαλλοντικές»
οργανώσεις και εταιρείες, με κάποια περίεργα ως αλλόκοτα προτάγματα,
υιοθετώντας τη νεοφιλελεύθερη ρητορική και κακοποιώντας βασικούς όρους
και αρχές της οικολογίας. Είχαν ιδρυθεί ή χρηματοδοτούνταν από κρατικά
κονδύλια, από υπερεθνικούς εξουσιαστικούς οργανισμούς ή από τα γνωστά
ιδρύματα-κολοσσούς των μεγαλοκαπιταλιστών – ολιγαρχών. Μάλιστα, έφτασαν
να ιδρύσουν και ένα όργανο, στο οποίο συμμετέχουν μαζί με κρατικούς
φορείς και τους υπόλοιπους εταίρους τους στην επιχείρηση «πράσινης»
κερδοσκοπίας: την αυτοαποκαλούμενη Διεθνή Ένωση για την Προστασία της
Φύσης (International Union for the Conservation of Nature, IUCN)[6].
Ένα αλλόκοτο συνονθύλευμα από γιάπηδες, αχυρανθρώπους του κεφαλαίου,
κρατικοδίαιτους γραφειοκράτες, αξιωματούχους υπερεθνικών εξουσιαστικών
οργανισμών, μικροαστούς τυχοδιώκτες, νεόκοπους οικολογίζοντες, πρώην
ακτιβιστές και διάφορα άλλα απόβλητα του καπιταλιστικού συστήματος,
εμφανίστηκε στο προσκήνιο. Χρησιμοποιώντας τους ως δεκανίκια, το
υπερεθνικό κεφάλαιο έστησε μία πολύ επικερδή μπίζνα με πρόφαση την
κλιματική αλλαγή. Και τα δύο μέρη αυτής της ιδιότυπης σύμπραξης
νεοφιλελευθερισμού και συστημικού – καθεστωτικού περιβαλλοντισμού
ωφελήθηκαν τα μέγιστα από αυτήν. Οι πρώτοι, επειδή βρήκαν ένα νέο πεδίο
κερδοφορίας, αφού ο καπιταλισμός όχι μόνο έμεινε στο απυρόβλητο για την
αδιάκοπη καταστροφή που προκαλεί στο περιβάλλον, αλλά και επειδή η
αχαλίνωτη ανάπτυξη του, η επέκταση του και η άμεση σύνδεση της
καπιταλιστικής οικονομίας με το φυσικό περιβάλλον παρουσιάστηκαν ως ένα
σχέδιο για τη σωτηρία της ζωής στον πλανήτη ή τουλάχιστον για την
επιβράδυνση του αφανισμού της. Οι δεύτεροι, επειδή αφενός θα έπαιρναν
ένα ικανοποιητικό μερίδιο από την πίτα της «πράσινης ανάπτυξης» και της
επιχείρησης ολοκληρωτικής ένταξης της φύσης στην καπιταλιστική οικονομία
και αφετέρου επειδή αυτή η επιχείρηση θα γινόταν στο όνομα της
οικολογίας και της “βιώσιμης ανάπτυξης”.
Πολλοί μη καθεστωτικοί οικολόγοι αποκαλούν αυτήν τη συμμαχία διαπλοκή περιβαλλοντισμού-βιομηχανίας (“the conservation-industrial complex”) (1, 2, 3, 4). Ο Derrick Jensen, στην “Ανοιχτή επιστολή για την ανάκτηση του περιβαλλοντισμού” υιοθετεί αυτόν τον όρο και την περιγράφει ως εξής: “απέναντι
στο οικολογικό κίνημα βρίσκονται οι μεγάλες «πράσινες» οργανώσεις, τα
τεράστια «περιβαλλοντικά» ιδρύματα, οι νέο-περιβαλλοντιστές, ορισμένοι
ακαδημαϊκοί – οι οποίοι έχουν οικειοποιηθεί και κάνουν κατάχρηση του
όρου «βιωσιμότητα» του (οικολογικού) κινήματος , με τη λέξη αυτή να έχει
υποτιμηθεί τόσο πολύ που έχει φτάσει να σημαίνει «τη διατήρηση αυτού
του (δυτικού) πολιτισμού όσο το δυνατόν περισσότερο». Αντί να
αγωνίζονται για να προστατεύσουν το ένα και μοναδικό σπίτι μας,
προσπαθούν να «συντηρήσουν»[7] τον ίδιο τον πολιτισμό που σκοτώνει τον πλανήτη”.
Ένα παράδειγμα «πράσινης» διαπλοκής
Ένα μικρό αλλά ενδεικτικό παράδειγμα «πράσινης» διαπλοκής στο θέμα
που θίγουμε είναι η αυτοαποκαλούμενη «μη κερδοσκοπική» οργάνωση Earth Economics,
με έδρα την Washington των ΗΠΑ, η οποία ιδρύθηκε λίγα χρόνια αργότερα
με χρήματα του Tides Center. Πρόκειται για μία εταιρεία που ειδικεύεται
σε αποτιμήσεις “φυσικών περιουσιακών στοιχείων” και “οικοσυστημικών υπηρεσιών”. Ανάμεσα στους «εταίρους- συνεργάτες»
της είναι η λεγόμενη “Συμμαχία για το Φυσικό Κεφάλαιο» (Νatural Capital
Coalition). Όπως θα δούμε πιο κάτω, πρόκειται για μία σύμπραξη κρατικών
φορέων, επιχειρήσεων και «περιβαλλοντικών» οργανώσεων, η οποία έχει
ενεργό ρόλο στην υπόθεση χρηματιστικοποίησης της φύσης που εξετάζουμε σε
αυτή μας την ανάρτηση. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία της είχε η
Παγκόσμια Τράπεζα. Ένας άλλος «συνεργάτης» της είναι το Παγκόσμιο
Ινστιτούτο Πόρων (World Resources Institute, WRI), ένα από τα πολλά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας,
χρηματοδοτούμενο από πολλούς υπερεθνικούς οργανισμούς, κρατικούς φορείς
και μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες και ιδρύματα. Ένας άλλος «εταίρος» της
είναι το Ινστιτούτο Gund, το οποίο ιδρύθηκε το 1991 από τον Robert
Costanza και συμμετέχει ενεργά στο εγχείρημα της χρηματιστικοποίησης της
φύσης, μέσω του Natural Capital Project (βλ. πιο κάτω). Ανάμεσα στους
«εταίρους» της βρίσκονται ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί από καπιταλιστικούς
κολοσσούς (Ιδρύματα Μοοre, Walton, Suzuki, κ.α.) και διάφορες εταιρείες
και οργανώσεις με υπόγειες και υπέργειες διασυνδέσεις με αυτούς.
Ενδεικτικά αναφέρουμε το παράδειγμα της Ceres,
μίας «περιβαλλοντικής» οργάνωσης, που διαχειρίζεται περιουσιακά
στοιχεία ύψους 26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και που πίσω της κινείται
ένα πολυπλόκαμο δίκτυο που αποτελείται από περισσότερους από 160
επενδυτές, περισσότερους από 50 σπόνσορες (Bloomberg, Exelon, Apple,
κ.ά) και περισσότερες από 90 οργανώσεις (Goldman Sachs, JPMorgan Chase,
Citigroup, Morgan Stanley, Bank of America, Rockefeller Brothers Fund,
το Ίδρυμα Clinton, το Ίδρυμα Tides, το Ταμείο Συνταξιούχων της Νέας
Υόρκης, κλπ). Στο παρελθόν έχει συνεργαστεί αρκετές φορές με τη WWF (1, 2).
Δύο από τους ιδρυτές και ανώτερα στελέχη της Earth Economics, η Annie Leonard και ο David Batker, είναι ταυτόχρονα υψηλόβαθμα στελέχη της Greenpeace (1, 2). Ο τελευταίος έχει εργαστεί και για την Παγκόσμια Τράπεζα και για δύο παραρτήματα της και έχει υπάρξει μαθητής του Herman Daly. Αυτοπαρουσιάζεται[8] ως “οικονομολόγος του περιβάλλοντος” και
παράλληλα συμμετέχει στην επιστημονική ομάδα που σχεδίασε την εκτροπή
του ποταμού Mississippi στις ΗΠΑ. Επίσης, δουλεύει για το Ινστιτούτο
Gund του Robert Costanza. Με τον Costanza έχει συνεργαστεί και στην Earth Economics αλλά και αλλού. Όπως θα δούμε πιο κάτω, είναι σύμβουλος
της εταιρείας Intrinsic Exchange Group (IEG), μέσω της οποίας
προωθείται το δυστοπικό σχέδιο της χρηματιστικοποίησης της φύσης το
οποίο εξετάζουμε σε αυτή μας την ανάρτηση. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, οι Costanza και Daly υπήρξαν σύμβουλοι της Earth Economics. Σίγουρα πάντως ένας από τους ιδρυτές και συμβούλους της είναι ο Joshua Farley, ο οποίος δουλεύει και για το Ίδρυμα Gund του Costanza.
Η οικοδόμηση του αφηγήματος
Σε αυτά τα πλαίσια, τo 1990, οι δύο νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι που
συναντήσαμε πιο πριν, ο Robert Costanza και ο Henry Daly, γράφουν ένα άρθρο
με τίτλο “Φυσικό κεφάλαιο και βιώσιμη ανάπτυξη”. Το άρθρο θα
δημοσιευτεί δύο χρόνια αργότερα, το 1992. Αν κάποιος διάβαζε το άρθρο
την εποχή που γράφτηκε, θα παρατηρούσε μία επιστημονίζουσα αερολογία
περί φυσικού κεφαλαίου, και ίσως να σχολίαζε την πρόταση για επιβολή
ενός φόρου για την αποφυγή της εξάντλησης των φυσικών πόρων ως γενική
και μη τεκμηριωμένη ως προς το αποτέλεσμα που οι συντάκτες του άρθρου πιθανολογούσαν ότι θα είχε (επίτευξη της βιωσιμότητας). Ίσως να έκρινε
ένα τέτοιο μέτρο ως μη αποτελεσματικό, ως μία απόπειρα μετακύλισης του
κόστους της κλιματικής αλλαγής στoυς χρήστες των προϊόντων που
προέρχονται από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ως έναν τρόπο
προώθησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ως μία μέθοδο ανανέωσης της
τεχνολογίας της καπιταλιστικής παραγωγής, και ως μία ιδεολογική απόπειρα
επίρριψης των ευθυνών για την οικολογική καταστροφή στη μεγάλη μάζα του
πληθυσμού που χρησιμοποιεί και καταναλώνει αυτά τα προϊόντα, αφήνοντας
έξω από την εξίσωση το καπιταλιστικό σύστημα.
Αν όμως κάποιος το διαβάσει σήμερα, έχοντας υπ’ όψιν του τις
τελευταίες εξελίξεις με τις οποίες ασχολούμαστε σε αυτήν την ανάρτηση,
θα εστιάσει στην επιμονή των συντακτών του στην αποτίμηση του “φυσικού κεφαλαίου” και στην έμφαση που δίνουν στη διαπίστωση τους ότι ούτε αυτό ούτε οι “οικοσυστημικές υπηρεσίες” αποτυπώνoνται στις αγορές και σε οικονομικούς δείκτες όπως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.
Από μία μελέτη τεσσάρων συστημικών επιστημόνων που δημοσιεύτηκε το 2014 προκύπτει ότι από το 1981 που εμφανίστηκε ο όρος “οικοσυστημικές υπηρεσίες” μέχρι
το 1997, είχαν δημοσιευτεί μόνο 166 άρθρα στα αγγλικά που περιείχαν
αυτόν τον όρο. Στην τριετία 1997-2000 γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν 326
άρθρα που αναφέρονται στις “οικοσυστημικές υπηρεσίες”. Από το
2001 ως το 2004 δημοσιεύτηκαν 488 σχετικά άρθρα, από το 2005 ως το 2009
δημοσιεύτηκαν 1980 άρθρα, ενώ από το 2010 ως το 2014 δημοσιεύτηκαν
5.025 άρθρα σχετικά με αυτήν την έννοια.
Το 1997 ήταν ένα έτος καμπή για τη διάδοση-εδραίωση αυτού του όρου και κυρίως της έννοιας της αποτίμησης των “οικοσυστημικών υπηρεσιών” και
της συνεπακόλουθης ποσοτικοποίησης-εμπορευματοποίησης όλων των φυσικών
πόρων. Αυτό έγινε μεθοδευμένα, με τρία γεγονότα-σταθμούς.
Το πρώτο ήταν η δημοσίευση του βιβλίου του φερέφωνου της Παγκόσμιας Τράπεζας Henry Daly με τίτλο “Nature’s
Services: Societal Dependence On Natural Ecosystems”. Σε αυτό τίθενται
τα θεωρητικά θεμέλια της πλήρους ένταξης των φυσικών πόρων στην
καπιταλιστική οικονομία. Ευθυγραμμισμένος με το αφήγημα της οικονομίας
της σταθερής κατάστασης της έκθεσης Meadows, o Daly θέτει ως
προτεραιότητα την επιβίωση (βιωσιμότητα) της καπιταλιστικής οικονομίας,
το μέλλον της οποίας έθετε (θέτει) σε κίνδυνο η ίδια της η ανάπτυξη.
Σε ένα άρθρο
που είχε γράψει το πολύ μακρινό 1968 αναπαρήγαγε τον ισχυρισμό των
αφεντικών του ότι δεν μπορεί να έχει όλος ο πλανήτης το βιοτικό επίπεδο
των «ανεπτυγμένων» καπιταλιστικά χωρών. Ωστόσο, ο αυτοαποκαλούμενος
«αναπτυγμένος» κόσμος είναι αυτός που έχει τη μερίδα του λέοντος τόσο
στην κατανάλωση προϊόντων όσο στη ρύπανση και καταστροφή των φυσικών
οικοσυστημάτων και στην εξάντληση των φυσικών πόρων του πλανήτη. Το
βιοτικό επίπεδο που έχει ένα μέρος του πληθυσμού αυτών των χωρών
οφείλεται στο καθεστώς αποικιοποίησης που έχουν επιβάλλει στις υπόλοιπες
χώρες, καθώς και στην απομύζηση των μισθωτών σκλάβων των ίδιων των
«αναπτυγμένων» χωρών. Ο Daly μας λέει ότι δεν είναι εφικτό να
ακολουθήσουν όλοι τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης του
«αναπτυγμένου» κόσμου, γιατί στην υποθετική περίπτωση που κάτι τέτοιο θα
συνέβαινε, οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές για τη ζωή στον πλανήτη.
Δεν θέτει φυσικά θέμα συνολικής αλλαγής πορείας, εκτός καπιταλισμού. Γι’
αυτόν (και τα αφεντικά του) η καπιταλιστική ανάπτυξη στον «ανεπτυγμένο»
κόσμο είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Το μοντέλο ζωής των
κυρίαρχων δεν πρόκειται να θυσιαστεί, ακόμα κι αν η επιβίωση μας γίνει
αφόρητη λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ακόμα κι αν
κινδυνεύει με αφανισμό η ζωή στον πλανήτη.
Στο ίδιο άρθρο έγραψε ότι επιβαλλόταν να μπουν όρια στον ανθρώπινο πληθυσμό,
έτσι ώστε να επιβραδυνθεί η περιβαλλοντική καταστροφή. Όπως έχει
εξηγήσει και ο ίδιος αλλά και ο Costanza, αυτό το μέτρο δεν θα είναι
οριζόντιο και καθολικό. Θα εφαρμοστεί σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο
οριζόντια και μαζικά και στον «αναπτυγμένο» κόσμο θα έχει ταξικό
πρόσημο. Αυτό είναι ένα από τα μέτρα που προτείνουν μέχρι σήμερα οι
παγκόσμιοι εξουσιαστές, όχι για να αναζητηθούν οι αιτίες του προβλήματος
και να βρεθούν λύσεις σε αυτό, αλλά για να καταπολεμηθούν τα συμπτώματα
και να χρυσωθεί το χάπι που καταπίνουν αμάσητο οι νεκροζώντανες μάζες.
Οι ευθύνες αυτών των τελευταίων είναι μεγάλες. Η συναίνεση ή και η
συνέργεια τους σε όλες τις βαρβαρότητες της κάθε εξουσίας, προκειμένου
να αποκομίσουν κάποια πρόσκαιρα οικονομικά οφέλη, τις καθιστά συνένοχες
στο περιβαλλοντικό έγκλημα που διαπράττεται εδώ και πολλά χρόνια.
Η δε δραστική μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού, έτσι ώστε να δοθεί μία
παράταση ζωής σε όσους παραμείνουν στον πλανήτη, είναι μία παλιά
ιστορία που γίνεται επίκαιρη στη σημερινή συγκυρία. Το ευρύ ρεπερτόριο
των τρόπων υλοποίησης της έχει εμπλουτιστεί κατά πολύ από τη δεκαετία
του ’60. Ο πυρήνας του ιδεολογήματος, όμως, είναι ο ίδιος: δεν αντέχει ο
πλανήτης τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων, γι’ αυτό θα πρέπει με κάποιους
τρόπους να «αραιώσουμε». Μήπως αυτό που δεν αντέχει ο πλανήτης είναι το
μοντέλο ζωής που τείνει να κυριαρχήσει σε όλα τα μήκη και πλάτη του;
Το δεύτερο γεγονός-σταθμός ήταν η δημοσίευση μίας μελέτης
στο άκρως συστημικό επιστημονικό περιοδικό Nature, πάνω στην αποτίμηση
των φυσικών πόρων του πλανήτη. Ο βασικός συντάκτης της ήταν το βασικό
φερέφωνο της Λέσχης της Ρώμης σε επιστημονικά ζητήματα, Robert Costanza.
Από τους συνολικά δεκατρείς υπογράφοντες το άρθρο (στην πλειοψηφία τους
νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι και καθεστωτικοί οικολογίζοντες) οι δέκα
προέρχονται από τις ΗΠΑ. Σε αυτό ισχυρίζονται ότι αποτίμησαν τις “οικοσυστημικές υπηρεσίες και το φυσικό κεφάλαιο του πλανήτη”, βασιζόμενοι
σε αντίστοιχες αποσπασματικές μελέτες που είχαν γίνει σε προηγούμενες
δεκαετίες. Στη μελέτη αυτή συμπυκνώνονται με πρωτόλειο τρόπο τα σχέδια
των παγκόσμιων εξουσιαστών για την απόλυτη ποσοτικοποίηση και
εμπορευματοποίηση των φυσικών πόρων. Αυτοί αντιμετωπίζονται αποκλειστικά
ως οικονομικά μεγέθη: ως “περιβαλλοντικά συστήματα” που παρέχουν “οικοσυστημικές υπηρεσίες” και ως “φυσικό κεφάλαιο” ή “φυσικά κεφαλαιακά αποθέματα” προς εκμετάλλευση.
Σε
κάποιο σημείο της μελέτης μάς προειδοποιούν ότι η αποτίμηση των
οικοσυστημάτων και των φυσικών πόρων του πλανήτη στο άμεσο μέλλον θα
είναι μονόδρομος: “δεν έχουμε την επιλογή να την κάνουμε ή να μην την κάνουμε”. Αν
κάποιος διάβαζε αυτό το απόσπασμα του άρθρου τότε, θα το εκλάμβανε ως
μία ακόμα απόδειξη της έπαρσης των φερέφωνων του νεοφιλελευθερισμού.
Σήμερα όμως, έχοντας υπ’ όψιν μας τα τελευταία δεδομένα πάνω στην
υπόθεση που εξετάζουμε, καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα τι εννοούσαν με
αυτήν τη φράση.
Αν κάποιος έχει αυταπάτες ότι η εμπορευματοποίηση –
χρηματιστικοποίηση της φύσης θα αφήσει ανεπηρέαστες τις τιμές των
εμπορευμάτων που συνδέονται με αυτήν, η μελέτη το κάνει σαφές: “η τιμή των εμπορευμάτων (προϊόντων), κάνοντας χρήση των οικοσυστημικών υπηρεσιών άμεσα ή έμμεσα, θα ήταν πολύ υψηλότερη”. Στη συνέχεια το κάνει ακόμα πιο λιανά: “καθώς
στο μέλλον το φυσικό κεφάλαιο και οι οικοσυστημικές υπηρεσίες θα
δέχονται ολοένα και μεγαλύτερη πίεση και θα γίνονται όλο και πιο
«σπάνια», δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε να δούμε την αξία τους να
ανεβαίνει”. Με άλλα λόγια, η λεηλασία των φυσικών πόρων στον βωμό
της καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει οδηγήσει στα όρια της εξάντλησης τους.
Έρχεται λοιπόν στο σημείο αυτό ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός,
μετατρέπει όλα τα αγαθά που μας παρέχει η φύση σε εμπορεύματα και
επιχειρεί να κερδοσκοπήσει τόσο από αυτά όσο και από τις υπηρεσίες που
συνδέονται με αυτά στην καπιταλιστική παραγωγή. Λόγω της λεηλασίας τους
αλλά και της χρηματιστικοποίησης τους, αυτά που έχουν απομείνει, έχουν
αποκτήσει μεγάλη αξία, η οποία θα αυξάνεται όσο περισσότερο αυτά
εξαντλούνται. Έτσι λοιπόν, οι μάζες θα έχουν ολοένα και μικρότερη
πρόσβαση σε αυτά, ενώ οι ελίτ θα συνεχίσουν να τα απολαμβάνουν, μέχρι το
οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που υπηρετούν να τα εξαντλήσει. Η δε
αξία τους θα καθορίζεται από τα διεθνή χρηματιστήρια και από αυτούς που
θα τα ελέγχουν. Μία πολύ μικρή γεύση του τι μας περιμένει πήραμε
πρόσφατα με την περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής. Τα χειρότερα για τις
τιμές του ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου κλπ θα έρθουν πολύ
σύντομα.
Το τρίτο γεγονός-σταθμός ήταν η πρακτική εφαρμογή της παραπάνω
θεώρησης, με το πρόγραμμα “Πληρωμές για Οικοσυστημικές Υπηρεσίες”
(Payments for Ecosystem Services, PES). Το πρόγραμμα εγκαινιάστηκε στην Κόστα Ρίκα το 1997. Ήταν η πρώτη φορά που αυτό το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα θεσμοποιήθηκε σε κρατικό επίπεδο. Στην ιστοσελίδα της εταιρείας Third Millenium Alliance, η οποία στήθηκε το 2007 για να πάρει μέρος σε αυτό το πρόγραμμα, διαβάζουμε ότι το PES “είναι η λύση οικονομικού χαρακτήρα σε ένα οικολογικό πρόβλημα» και ότι η βάση του προγράμματος είναι η παραδοχή ότι “οι αγρότες χρησιμοποιούν τη γη τους σύμφωνα με το τι παράγει μεγαλύτερο εισόδημα γι’ αυτούς”. Σε
αυτές τις δύο φράσεις ανακλάται η πλήρης αφομοίωση των ιδεολογημάτων
της καπιταλιστικής οικονομίας από τους νεόκοπους «περιβαλλοντιστές».
Στους αντίποδες αυτής της θεώρησης βρίσκεται ένα απόσπασμα ενός άρθρου της ιστοσελίδας “Τhe Art of Annihilation” που παραθέτουμε αμέσως μετά. Το άρθρο είναι το 12ο από τα 15 μέρη ενός ενδιαφέροντος αφιερώματος στην επιχείρηση “εμπορευματοποίησης των κοινών”, το
οποίο δημοσιεύτηκε σταδιακά από το 2013 ως το 2016. Σε όποιον διαβάσει
όλο το αφιέρωμα, ή έστω ένα μέρος του, γίνεται σαφές ότι η εν λόγω
επιχείρηση θα συνεχιζόταν στο μέλλον με απρόβλεπτες και οδυνηρές
συνέπειες για την ανθρωπότητα. Στο παρακάτω απόσπασμα αυτή η διαπίστωση
διαφαίνεται στο τελευταίο κομμάτι του: “Είμαστε μάρτυρες μιας
έκρηξης νέων περιβαλλοντικών αγορών και προϊόντων οικοσυστημικών
υπηρεσιών που ήδη αναπτύσσονται για να αρπάξουν τα τρισεκατομμύρια
δολάρια που θα προκύψουν από την αρπαγή και την εκμετάλλευση του
«φυσικού κεφαλαίου». Η εφαρμογή του προγράμματος «πληρωμές για
οικοσυστημικές υπηρεσίες» θα δημιουργήσει τις πιο θεαματικές ευκαιρίες
που έχει δει ποτέ ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Οι νέες αγορές προσφέρουν
ευκαιρίες για μία κερδοσκοπία που υπόσχεται αφάνταστα κέρδη. Αυτός είναι
ένας νέος μηχανισμός για τη δημιουργία κερδών για τους πλούσιους
(εκείνους που κατέχουν χρηματοοικονομικό κεφάλαιο και που βρίσκονται
στην κορυφαία βαθμίδα του χρηματοπιστωτικού συστήματος) μέσω της
παγκόσμιας εμπορευματοποίησης των λειτουργιών και των υπηρεσιών της
φύσης. Στην ουσία, η υλοποίηση του προγράμματος «πληρωμές για
οικοσυστημικές υπηρεσίες» αποτελεί ένα πραξικόπημa
άνευ προηγουμένου: την ιδιωτικοποίηση των «κοινών», μία ανοιχτή
πρόσκληση για μία περαιτέρω αρπαγή από τις επιχειρήσεις, που όμοια της
δεν έχει δει ακόμα ο κόσμος. Οι επιχειρήσεις και τα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα έχουν λυσσάξει. Ποτέ πριν ο νεοφιλελευθερισμός δεν είχε μία
τέτοια ευκαιρία και πεδίο επέκτασης των αγορών και του κεφαλαίου. Η
εμπορευματοποίηση των περισσότερων από αυτά που θεωρούμε ιερά, καθώς και
η ιδιωτικοποίηση και η αντικειμενοποίηση όλης της βιοποικιλότητας και
των έμβιων οργανισμών που είναι ανυπολόγιστα και πάνω και πέρα από
οποιοδήποτε νομισματικό μέτρα, θα είναι απαράμιλλη, αμετάκλητη και
αναπόφευκτη”.
Σήμερα, 25 χρόνια μετά, το πρόγραμμα PES έχει εφαρμοστεί σε πολλές
χώρες και σε μεγαλύτερη κλίμακα από εκείνη της Κόστα Ρίκα. Παρότι οι
ίδιοι οι θιασώτες του προγράμματος παραδέχονται ότι οι στόχοι που θεωρητικά είχε
θέσει (προστασία των δασών) δεν έχουν επιτευχθεί, συνεχίζουν να
υποστηρίζουν με θέρμη τόσο τη συνέχιση του όσο και το πρόσφατο εγχείρημα
του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και των παγκόσμιων εξουσιαστών. Ο
λόγος είναι απλός: Oι στόχοι που εμφανίζονται να έχουν τα διάφορα
προγράμματα και εγχειρήματα τους είναι προσχηματικοί.
Είναι παράλογο να συνδέει κανείς την προστασία της φύσης με την πλήρη
εμπορευματοποίηση της. Δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς στους αριθμούς
για να επιβεβαιώσει την αποτυχία των δηλωμένων στόχων. Οι πραγματικοί
τους στόχοι δεν έχουν καμία σχέση με την προστασία των δασών ή της φύσης
γενικότερα. Αυτό που πραγματικά επιδιώκουν είναι να αποκομίσουν
οικονομικά οφέλη από την εμπορευματοποίηση της φύσης και να δώσουν μία
μικρή παράταση ζωής στον καπιταλισμό, μέσω της μείωσης του παγκόσμιου
πληθυσμού και της επιβράδυνσης της επικείμενης οικολογικής καταστροφής
λόγω της ξέφρενης ανάπτυξης του.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1998, δημοσιεύτηκε μία έκθεση
η οποία είχε χρηματοδοτηθεί από την Παγκόσμια Τράπεζα, τη NASA και τα
Ηνωμένα Έθνη. Ένα από τα βασικά της συμπεράσματα ήταν η αναγκαιότητα της
δημιουργίας μίας διαδικασίας ολοκληρωμένης αποτίμησης των
οικοσυστημάτων του πλανήτη. Το ίδιο έτος η Παγκόσμια Τράπεζα, τα Ηνωμένα
Έθνη και το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων[9] (World Resources Institute, WRI) έθεσαν τα θεμέλια της δημιουργίας του Millennium Ecosystem Assessment,
ενός συστήματος αποτίμησης των παγκόσμιων οικοσυστημάτων και των
υπηρεσιών που αυτά μπορούν να παρέχουν. Η πρώτη αποτίμηση έγινε από το
2001 ως το 2005. Σε αυτή δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις “υπηρεσίες οικοσυστημάτων”. Εκατοντάδες χορηγοί,
μεταξύ των οποίων η Παγκόσμια Τράπεζα και το Ίδρυμα Rockefeller,
συνεισέφεραν περίπου 24 εκατομμύρια δολάρια τα τέσσερα χρόνια που
λειτούργησε το σύστημα. Η σύμπραξη Global Environment Facility, η οποία
ελέγχεται από την Παγκόσμια Τράπεζα και τα παραρτήματα της, έδωσε 7 εκατομμύρια δολάρια για τη λειτουργία του συστήματος. Η Παγκόσμια Τράπεζα έδωσε 2 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το Ίδρυμα Packard έδωσε 2,4 εκατομμύρια δολάρια.
«Πράσινη» αρπαγή γης ή κάτι παραπάνω;
Την ίδια εποχή, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, διάφορα
καπιταλιστικά αρπακτικά άρχισαν να αγοράζουν ή να ενοικιάζουν για πολλές
δεκαετίες τεράστιες εκτάσεις με δάση ή και άλλους πολύτιμους φυσικούς
πόρους, σε διάφορα σημεία του πλανήτη, κυρίως στην Ανατολική, Δυτική και
Νότια Αφρική, στη ΝΑ Ασία και στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Στη
δεκαετία των 00’s αυτό το φαινόμενο νεο-αποικιοποίησης θα πάρει μαζικές
διαστάσεις, και την επόμενη δεκαετία θα γιγαντωθεί σε αυτές τις περιοχές
και θα εξαπλωθεί και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Το 2004, το ποσό
που δαπανήθηκε από το υπερεθνικό κεφάλαιο για σχετικές αγορές ήταν 400
εκατομμύρια δολάρια, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, το 2019, εκτοξεύθηκε στα
12 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν τη χοντρή μπίζνα ήταν κρατικά Ταμεία
Συντάξεων, κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις και άλλοι μεσάζοντες, εταιρείες
και κοινοπραξίες που διαχειρίζονται κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, τράπεζες,
σύμβουλοι και διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων, χρηματιστικές
εταιρείες, εταιρείες τεχνολογίας, εξορυκτικές εταιρείες, μη κυβερνητικές
οργανώσεις, «περιβαλλοντικές» οργανώσεις και διάφορα οικολογίζοντα
παρτάλια, κρατικές και στρατιωτικές υπηρεσίες και διάφορα άλλα παράσιτα
του καπιταλιστικού συρφετού. Συνήθως κάποιοι από αυτούς ήταν απλώς η
βιτρίνα. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που πίσω από τη βιτρίνα κρύβονταν
η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα και τα παραρτήματα της ή διάφορα ιδρύματα
που ανήκουν σε πολυεθνικούς επιχειρηματικούς κολοσσούς.
Οι
δηλωμένοι σκοποί αυτής της μπίζνας ήταν η προστασία της βιοποικιλότητας
και γενικότερα του περιβάλλοντος, η αύξηση της δέσμευσης του διοξειδίου
του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, η ανάπτυξη του οικοτουρισμού, η
δημιουργία φυτειών με φυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή
βιοκαυσίμων, και κυρίως η απόκτηση αδειών ρύπανσης μέσω της
αντιστάθμισης άνθρακα. Αυτή η τελευταία είναι ένας μηχανισμός μέσω του
οποίου η παγκόσμια βιομηχανία αντισταθμίζει τις εκπομπές διοξειδίου του
άνθρακα ή αερίων του θερμοκηπίου, πληρώνοντας για μια ισοδύναμη μείωση
των εκπομπών σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου. Με άλλα λόγια, μέσω αυτής
της διαδικασίας συνεχίζει να ρυπαίνει «νόμιμα». Το αν αυτή η μείωση
είναι πραγματική ή πλασματική, καθώς και το αν το σύστημα εμπορίας
δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου συμβάλλει στην επιβράδυνση της
κλιματικής αλλαγής, είναι δύο θέματα που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2008, ο δημοσιογράφος John Vidal ονόμασε αυτήν τη μαζική αγορά οικοσυστημάτων από το υπερεθνικό κεφάλαιο ως μία “μεγάλη πράσινη αρπαγή γης”.
Ήταν όμως οι στόχοι της αυτοί που αναφέρθηκαν πιο πάνω; Καθώς είναι
γνωστό ότι το κεφάλαιο δεν έχει περιβαλλοντικές ευαισθησίες, τότε όλοι
είχαν πιστέψει ότι η «πράσινη» αρπαγή γης είχε ως βασικό στόχο την
εμπορία αδειών ρύπανσης και δευτερευόντως την κερδοσκοπία από κάποια από
τις υπόλοιπες δραστηριότητες που αναφέρθηκαν πιο πριν και συνδέονται με
την εμπορευματοποίηση της φύσης. Δυστυχώς, οι πρόσφατες εξελίξεις
έδειξαν ότι η πραγματικότητα είναι χειρότερη από αυτό το σενάριο.
Το 1999 η Παγκόσμια Τράπεζα και το Ίδρυμα MacArthur ήταν οι δύο βασικοί οικονομικοί εταίροι της «μη κερδοσκοπικής» οργάνωσης Forest Trends
που είχε ιδρυθεί τρία χρόνια πιο πριν. Στόχος της ήταν η
εμπορευματοποίηση των δασικών και ημιδασικών εκτάσεων του πλανήτη. Από
την οργάνωση έχουν περάσει εκπρόσωποι οργανισμών, εταιριών και τραπεζών
όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων[10] (World Resources Institute, WRI), η Mitsubishi International, η ABN Amro, η Sveaskog, η Generation Investment Management[11],
η Azrack & Company, η κυβέρνηση της Αυστραλίας, καθώς και
οργανισμών ή οργανώσεων με περιβαλλοντικό προσωπείο, όπως το άκρως
διαπλεκόμενο The Nature Conservancy, η Greenpeace της Ρωσίας, η WWF και
το Rainforest Action Network (1, 2, 3).
Στην ιστοσελίδα της αναφέρονται (ήδη από το 1999) όλα τα βασικά σημεία του αφηγήματος της σύμπραξης που προωθεί σήμερα (2022) τη χρηματιστικοποίηση της φύσης (βλ. πιο κάτω), και μάλιστα με το ίδιο λεξιλόγιο και την ίδια σύνταξη: “η
δημιουργία οικονομικής αξίας για τα δάση μας και τα φυσικά μας
οικοσυστήματα είναι ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα για τη διατήρηση
τους”, “οι παραδοσιακές αγορές και τα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά
συστήματα δεν μπορούν να εκτιμήσουν πλήρως όλους τους τρόπους με τους
οποίους ωφελούμαστε από έναν υγιή πλανήτη. Τα δάση και άλλα
οικοσυστήματα καθαρίζουν τον αέρα μας, παρέχουν φυσική προστασία από τις
πλημμύρες και εμπλουτίζουν το έδαφος. Όταν αποτυγχάνουμε να
αποτιμήσουμε αυτά τα οφέλη, σπαταλάμε και υποβαθμίζουμε κρίσιμα φυσικά
περιουσιακά στοιχεία[12]”.
Το 2008, με την ευγενική χορηγία μίας σειράς από σπόνσορες από τον τραπεζικό και ευρύτερο επιχειρηματικό-καπιταλιστικό τομέα, η αυτοαποκαλούμενη «μη κερδοσκοπική» οργάνωση “Forest Trends” έστησε την Ecosystem Marketplace, μία εταιρεία παροχής πληροφοριών για την “αγορά των οικοσυστημικών υπηρεσιών”.
Ας δούμε μερικά στοιχεία για τη μητρική εταιρεία της Ecosystem
Marketplace. Ιδρύθηκε το 1998 στη Washington των ΗΠΑ. Οι δύο βασικοί
οικονομικοί εταίροι της ήταν η Παγκόσμια Τράπεζα και το Ίδρυμα
MacArthur. Ο πρόεδρος της
πρόσφερε τις υπηρεσίες του και στα δύο αυτά ευαγή ιδρύματα για πολλά
χρόνια. Στόχος της ήταν η εμπορευματοποίηση των δασικών και ημιδασικών
εκτάσεων του πλανήτη. Από την οργάνωση έχουν περάσει εκπρόσωποι
οργανισμών, εταιριών και τραπεζών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Παγκόσμιο
Ινστιτούτο Πόρων[13] (World Resources Institute, WRI), η Mitsubishi International, η ABN Amro, η Sveaskog, η Generation Investment Management[14],
η Azrack & Company, η κυβέρνηση της Αυστραλίας, καθώς και
οργανώσεων με περιβαλλοντικό προσωπείο, όπως το άκρως διαπλεκόμενο The
Nature Conservancy, η Greenpeace της Ρωσίας, η WWF και το Rainforest
Action Network (1, 2, 3). Το 2008 στην ιστοσελίδα της Ecosystem Marketplace επισημαίνεται ότι ένας από τους βασικούς στόχους της είναι “να δώσει κίνητρα για την ανάπτυξη νέων αγορών” και ότι “μία
μέρα οι αγορές οικοσυστημικών υπηρεσιών θα γίνουν ένα σημαντικό κομμάτι
του οικονομικού και περιβαλλοντικού μας συστήματος”. Τότε όλα αυτά
είχαν περάσει απαρατήρητα. Ποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί τι μας
επιφύλασσαν για το μέλλον οι παγκόσμιοι εξουσιαστές;
Τον Φεβρουάριο του 2009 το επιστημονικό περιοδικό Nature δημοσίευσε ένα κείμενο γνώμης
με τίτλο “Νatural value” (φυσική αξία). Το κείμενο υπογράφεται από το
ίδιο το περιοδικό. Σε αυτό αναπαράγεται το νεοφιλελεύθερο αφήγημα ότι οι
περίφημες αγορές (δηλαδή τα διεθνή χρηματιστήρια) δεν θα πρέπει να
αντιμετωπίζουν τις “οικοσυστημικές υπηρεσίες” ως αγαθά προσβάσιμα από όλους, ότι αυτές θα πρέπει να αποτιμηθούν και “να αποκτήσουν πραγματική οικονομική αξία, έτσι ώστε οι άνθρωποι να έχουν κίνητρα για να διατηρήσουν (τους φυσικούς πόρους)”. Μάλιστα προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, λέγοντας ότι αυτό θα πρέπει να γίνει άμεσα, στη συγκυρία της οικονομικής ύφεσης: “η οικονομική ύφεση μπορεί να είναι η καλύτερη στιγμή για την εισαγωγή των οικοσυστημικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία”.
Το Nature δεν διστάζει να ευθυγραμμιστεί με τη νεοφιλελεύθερη
ρητορική και να γίνει φερέφωνο των καπιταλιστικών ελίτ και των
παρατρεχάμενων τους, καταπατώντας όλα τα προσχήματα και όλους τους
κανόνες της (όποιας) επιστημονικής δεοντολογίας. Στο κείμενο δεν
εξετάζονται οι αιτίες της εξάντλησης των φυσικών πόρων του πλανήτη, ούτε
εάν υπάρχει κάποια άλλη διέξοδος εκτός από τη λύση που προτείνεται σε
αυτό. Αυτή η τελευταία παρουσιάζεται ως θέσφατο, ως μία αναγκαιότητα,
χωρίς ωστόσο να γίνεται κανενός είδους επιστημονική ανάλυση των
επιπτώσεων της. Μάλιστα, χωρίς καν να κάνει αναφορά σε αυτές τις
τελευταίες, το περιοδικό προβαίνει στη διαπίστωση ότι η χειρότερη
συνέπεια θα είναι η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων (πρώην αγαθών): “ίσως
η πιο ανησυχητική συνέπεια του να μπουν τιμές στις υπηρεσίες που
παρέχονται από τη φύση είναι ότι αυτό θα κάνει τα πάντα πιο ακριβά”.
Το
2010 η Παγκόσμια Τράπεζα εγκαινίασε το λεγόμενο πρόγραμμα “Αποτίμησης
Πλούτου και Αξιολόγησης (εκτίμησης της αξίας) Οικοσυστημικών Υπηρεσιών”
(Wealth Accounting and the Valuation of Ecosystem Services, WAVES). Το WAVES είναι μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος
της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο οποίο συμμετέχουν ως εταίροι διάφορες
υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών, κρατικές υπηρεσίες και οργανισμοί
ευρωπαϊκών (κυρίως) χωρών, οργανισμοί-παραρτήματα της Παγκόσμιας
Τράπεζας, «περιβαλλοντικές» οργανώσεις που ανήκουν σε μεγάλους
επιχειρηματικούς ομίλους, καθώς και «μη κυβερνητικές» οργανώσεις, και ως
«πειραματόζωα» χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Κεντρικής και
Νότιας Αμερικής. Στην παρουσίαση του αναφέρεται ότι “εγκαινιάστηκε
για να βοηθήσει τις χώρες να δημιουργήσουν αποτιμήσεις (καταγραφές)
φυσικών κεφαλαίων και για να εξασφαλίσει ότι τα φυσικά περιουσιακά
στοιχεία και η αξία τους θα περιλαμβάνονται στις αναπτυξιακές πολιτικές
(αυτών των χωρών)”.
Ας επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το νόημα αυτών που κρύβονται
πίσω από αυτήν τη σύντομη παρουσίαση. Στην ιστοσελίδα του προγράμματος
αναφέρεται ότι στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μίας χώρας δεν αποτυπώνεται
το σύνολο του πλούτου της και ιδιαίτερα αυτό που προέρχεται από τους
φυσικούς της πόρους. Επίσης, γίνεται η παραδοχή ότι οι φυσικοί πόροι του
πλανήτη εξαντλούνται (χωρίς όμως να γίνεται καμία αναφορά στους λόγους
της εξάντλησης τους). Αμέσως μετά η ιστοσελίδα προβαίνει στον αυθαίρετο
και αόριστο ισχυρισμό ότι η αποτίμηση τους θα οδηγήσει στη μείωση της
φτώχειας σε αυτές τις χώρες, μέσω “της ένταξης των φυσικών πόρων στον αναπτυξιακό σχεδιασμό” των
κρατών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα WAVES. Όταν κάποιος φτάσει στην
ενότητα που αναφέρεται σε αυτά τα κράτη, διαπιστώνει ότι αυτά δεν είναι
όλες οι χώρες του κόσμου, όπως δηλώνεται στην παρουσίαση, αλλά μόνο
κάποιες φτωχές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Κεντρικής και Νότιας
Αμερικής.
Είναι αξιοπρόσεκτη η επιμονή στον πλούτο που μπορεί να παραχθεί από τα φυσικά οικοσυστήματα. Στην ιστοσελίδα του προγράμματος WAVES υπάρχουν δύο υποσελίδες, μία για την αποτύπωση-καταγραφή του πλούτου γενικά (“wealth accounting”) και μία για την αποτύπωση-καταγραφή αυτού που ονομάζει φυσικό κεφάλαιο (“natural capital accounting”). Ωστόσο, το περιεχόμενο και των δύο μονοπωλείται από το λεγόμενο φυσικό κεφάλαιο.
Από το 2013 ως το 2018 οι χώρες
που έχουν συμμετάσχει σε αυτό το πρόγραμμα αποτίμησης φυσικών πόρων και
αξιολόγησης οικοσυστημικών υπηρεσιών είναι η Ζάμπια, η Μποτσουάνα, η
Ουγκάντα, η Μαδαγασκάρη, η Ρουάντα, η Αίγυπτος, το Μαρόκο, οι
Φιλιππίνες, η Ινδονησία, το Νεπάλ, η Καμπότζη, η Μυανμάρ, το Λάος, το
Βιετνάμ, η Κολομβία, η Γουατεμάλα και η Κόστα Ρίκα[15].
Όμως, ο πλούτος που προέρχεται από τους φυσικούς πόρους δεν είναι
αποτυπωμένος ούτε στο ΑΕΠ χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Μεγάλη
Βρετανία ή οι ΗΠΑ, στις οποίες υπάρχει τεράστια συσσώρευση πλούτου
συγκριτικά με τις χώρες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, αλλά και με
περισσότερες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Κεντρικής και Νότιας
Αμερικής. Αν λοιπόν δεχτούμε ως δεδομένο ότι η μη αποτίμηση του είναι ο
παράγοντας που οδηγεί στη γενικευμένη φτώχεια, γιατί αυτό το δεδομένο
δεν ισχύει στην περίπτωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών;
Ένα
ακόμα ερώτημα είναι γιατί η σύμπραξη της Παγκόσμιας Τράπεζας εστιάζει
το ενδιαφέρον της στην αποτίμηση των φυσικών πόρων των φτωχών χωρών και
δεν κάνει το ίδιο και στις λεγόμενες «ανεπτυγμένες» χώρες, αφού και σε
αυτές ένα αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει σε συνθήκες οικονομικής
ένδειας και ανασφάλειας. Για να μη μιλήσουμε για το δημόσιο χρέος των επονομαζόμενων «πλούσιων» χωρών που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη…
Το επιχείρημα περί μείωσης της φτώχειας είναι από προσχηματικό έως
αστείο. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις για να καταλάβει κάποιος ότι
αυτοί που εκφράζουν ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που ευθύνεται
για την εξαθλίωση ενός μεγάλου ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού, για
την εξάντληση των φυσικών πόρων του πλανήτη και για την κλιματική
αλλαγή, δεν είναι δυνατόν να έχουν ειλικρινή και ανιδιοτελή
περιβαλλοντικά ενδιαφέροντα. Ωστόσο, το 2010 δεν ήταν εύκολο να
διακρίνει κανείς τα κίνητρα τους, καθώς στην περιγραφή του προγράμματος
WAVES υπάρχουν πολλά κενά και ασάφειες. Σε όσους τη διάβασαν γεννήθηκαν
αρκετά ερωτήματα. Τα μεταφέρουμε μαζί με κάποιες παρατηρήσεις:
Η αξία των φυσικών πόρων ενός οικοσυστήματος είναι ανεκτίμητη. Ως εκ
τούτου, αυτοί οφείλουν να προστατεύονται και να παραδίδονται ακέραιοι
στις επόμενες γενιές και όχι να εκλαμβάνονται ως ένα απλό οικονομικό
μέγεθος με σκοπό την κερδοσκοπία (“ανάπτυξη”). Στο κείμενο της
παρουσίασης του WAVES δεν διευκρινιζόταν με ποιο τρόπο και με ποια
κριτήρια θα γινόταν η αποτίμηση των φυσικών πόρων των χωρών που θα
συμμετείχαν στο πρόγραμμα και πώς η Παγκόσμια Τράπεζα θα συνέδεε την
όποια οικονομική αξία που θα προέκυπτε από την αποτίμηση τους με τη
σχεδιαζόμενη “ανάπτυξη”; Αυτό το τελευταίο σημείο είναι
κρίσιμο, αφού είναι γνωστό ότι πίσω από το αφήγημα της ανάπτυξης
κρύβεται η υποβάθμιση και εμπορευματοποίηση του περιβάλλοντος.
Τόσο στον τίτλο του προγράμματος όσο και στη σύντομη περιγραφή του χρησιμοποιείται ο όρος “οικοσυστημικές υπηρεσίες (υπηρεσίες οικοσυστημάτων, ecosystem services)”. Τότε η χρήση του όρου αυτού πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η λέξη που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση τους είναι “valuation”, δηλαδή
αποτίμηση της οικονομικής τους αξίας και όχι μία απλή καταγραφή ή
αξιολόγηση των οφελών που προκύπτουν από αυτές. Εξίσου απαρατήρητη είχε
περάσει η χρήση του όρου “φυσικά περιουσιακά στοιχεία” (“natural assets”) .
Ένα χρόνο πιο πριν, το 2009, το Ινστιτούτο Παγκόσμιων Πόρων (World Resources Institute, WRI) είχε δημοσιεύσει μία έκθεση
με τίτλο “Οι τράπεζες και τα περιουσιακά στοιχεία της φύσης”. Στον
υπότιτλο επεξηγείται-σκιαγραφείται το περιεχόμενο της: “Πώς οι
πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη,
χρησιμοποιώντας οικοσυστημικές υπηρεσίες”. Στην έκθεση αναλύεται το “πώς οι οικοσυστημικές υπηρεσίες μπορούν να ενταχθούν στις βασικές λειτουργίες των πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών” και το πώς “η χρήση των οικοσυστημικών υπηρεσιών ως περιουσιακά στοιχεία”
μπορεί να συνεισφέρει στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Επίσης, σε αυτή
γίνεται εκτενής αναφορά στην αποτίμηση της οικονομικής τους αξίας (με
παραδείγματα αναλόγων αποτιμήσεων που είχαν πραγματοποιηθεί σε διάφορες
του κόσμου) και στη χρησιμότητα τους για τη λήψη αποφάσεων.
Στις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα τo φαινόμενο της “πράσινης αρπαγής” είχε αρχίσει να διογκώνεται επικίνδυνα (1, 2). Το 2012 τρεις καθηγητές του Πανεπιστημίου του Sussex στη Μεγάλη Βρετανία δημοσίευσαν ένα άρθρο
με τίτλο “Green Grabbing: a new appropriation of nature?” (Πράσινη
Αρπαγή: μία νέα μορφή ιδιοποίησης της φύσης;). Σε αυτό θίγουν μία βασική
πτυχή του ζητήματος της “πράσινης αρπαγής”: αυτήν της απόπειρας να δοθεί νέο εννοιολογικό περιεχόμενο στη φύση και της μετατροπής της σε ένα οικονομικό μέγεθος: “Η
διαδικασία αυτή συνδέεται στενά με μια νέα εννοιολογική προσέγγιση
(νοηματοδότηση) της φύσης. Οι ιδέες, οι αξίες και οι πρακτικές που
αφορούν στη φύση και στην οικολογία αναδιαμορφώνονται, συμπαράγονται από
την επιστήμη σε αυτή την εκτεταμένη οικονομική και πολιτική τάξη και
θεσμοθετούνται από ισχυρούς οργανισμούς, είτε πρόκειται για την
Παγκόσμια Τράπεζα, είτε για διεθνείς περιβαλλοντικές ΜΚΟ, είτε για τη
Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα (1, 2, 3, 4). Έτσι, βασικοί όροι της οικολογίας αντικαθίστανται από αυτούς του «φυσικού κεφαλαίου» και των «οικοσυστημικών υπηρεσιών». Αυτό που οι Brockington et al. αναφέρουν
ως ένα «πράσινο κουτί καταναλωτικού χαρακτήρα», τα ζώα, τα τοπία και οι
διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στα οικοσυστήματα εμφανίζονται, ως δια
μαγείας, αποκομμένα από τις ιστορικές-οικολογικές διαδικασίες που τα
γέννησαν. Η σύλληψη εννοιών που σχετίζονται με τη διάδραση μεταξύ των
περιβαλλοντικών σχέσεων και με αυτή μεταξύ των ανθρωπίνων και των
περιβαλλοντικών σχέσεων , καθώς και με τη διασύνδεση των αντίστοιχων
συστημάτων, δίνουν τη θέση τους στην έννοια ότι τα στοιχεία, οι πτυχές
και τα χαρακτηριστικά αυτών των σχέσεων και συστημάτων μπορούν να
διαχωριστούν ως οικοσυστημικές «υπηρεσίες» και να πωληθούν ως τέτοιες:
όχι μόνο οι πόροι που μας παρέχουν αγαθά, αλλά και οι ρυθμιστικές, ακόμη
και αισθητικές τους διαστάσεις. Νέες «πράσινες» αγορές
πολλαπλασιάζονται και αυξάνουν την οικονομική αξία της φύσης, και διαπραγματεύονται και κερδοσκοπούν πάνω σε αυτές τις νέες αξίες.
Έτσι, τα περιβάλλοντα γίνονται επιχειρηματικά περιουσιακά στοιχεία,
γίνονται «αγελάδες» που αρμέγονται και παράγουν αξιόπιστα εισοδήματα από
τις υπηρεσίες που παρέχουν. Η λογική υποδηλώνει ότι αυτή η διαδικασία
αναπόφευκτα θα εκτιμούσε το οικοσύστημα πέρα και πάνω από το άθροισμα
των μερών του. Ωστόσο αυτό είναι ακριβώς που οι εργαζόμενοι σκέφτονται
συχνά για τις βιώσιμες επιχειρήσεις για τις οποίες εργάζονται όταν αυτές
πωλούνται (αφότου αφαιρεθούν από αυτές τα περιουσιακά τους στοιχεία).
Οι διαστροφές του κόσμου που έχει μετατραπεί σε οικονομικό μέγεθος είναι
πάρα πολλές και από τη στιγμή που υπάρχουν αγορές για τα περιουσιακά
στοιχεία της φύσης, με τον ίδιο τρόπο τα περιουσιακά στοιχεία της φύσης
μπορούν να αφαιρεθούν από αυτήν”.
Πράγματι,
ο φυσικός κόσμος είχε μετατραπεί σε ένα οικονομικό μέγεθος από τους
τεχνοκράτες και τα αφεντικά τους. Είχε διαλυθεί σε επιμέρους μέρη, τα
οποία έχασαν την ουσία τους και μετατράπηκαν σε περιουσιακά στοιχεία
(“assets”)[16]. Σε ένα σχετικό τους άρθρο το 2010, η Kathleen McAfee και η Elizabeth Shapiro σημειώνουν: “Ο
νεοφιλελεύθερος περιβαλλοντισμός έχει ως αφετηρία τον εννοιολογικό
διαχωρισμό της φύσης και της κοινωνίας, και κατόπιν τις επανασυνδέει,
οικοδομώντας την έννοια της «φύσης» με απλουστευτικό τρόπο, έτσι ώστε
αυτή να μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτήν της «οικονομίας»”.
Πλέον το κεφάλαιο και τα κράτη είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους στις οικονομικές
απώλειες που είχαν και που θα συνέχιζαν να έχουν από την κλιματική
αλλαγή. Το γεγονός ότι η ζωή στον πλανήτη κινδυνεύει με αφανισμό λόγω
της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν τους απασχολούσε και πολύ. Όπως είπαμε
πιο πριν σε μία προηγούμενη υποσημείωση, έψαχναν (και συνεχίζουν να
ψάχνουν) έναν τρόπο να έχουν «και την πίτα γεμάτη και τον σκύλο
χορτάτο», δηλαδή και να συνεχιστεί απρόσκοπτα η κερδοφορία τους και να
μην επέλθει σύντομα η περιβαλλοντική κατάρρευση. Αυτήν τους την πρεμούρα
την έντυσαν με οικολογικό μανδύα και την παρουσίασαν ως τη μοναδική οδό
προς τη σωτηρία της απειλούμενης βιοποικιλότητας και την επίτευξη της
(περίφημης πια) «βιωσιμότητας».
Το 2006 δημοσιεύτηκε η μελέτη που είχε παραγγείλει η βρετανική κυβέρνηση στον οικονομολόγο Nicholas Stern πάνω τον οικονομικό
αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής, γνωστή ως έκθεση Stern. Το 2007 έγινε
μία συνάντηση υπουργών της G8 και πέντε ακόμα κρατών στο Potsdam της
Γερμανίας προκειμένου να συζητηθεί το θέμα της μείωσης των οικονομικών
απωλειών του υπερεθνικού κεφαλαίου λόγω της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτά
τα πλαίσια, ο ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέθεσαν στον οικονομολόγο Pavan Sukhden και την ομάδα του να εκτιμήσουν την οικονομική
αξία της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημικών υπηρεσιών. Ο Sukhden
ήταν ανώτατο στέλεχος της Deutche Bank, σύμβουλος του ΟΗΕ και
επιχειρηματίας. Ένα χρόνο μετά, το 2008, ενώ επεξεργαζόταν την έκθεση, ο
Sukhden δήλωσε: “τα οικονομικά μοντέλα του 20ου αιώνα φτάνουν στα όρια του τι είναι εφικτό”. Κανένας
δεν μπήκε στον κόπο να τον ρωτήσει ποια είναι αυτά τα οικονομικά
μοντέλα που φτάνουν στα όρια τους. Παρέλειψε, επίσης, να διευκρινίσει τι
θεωρεί ότι είναι εφικτό. Όπως και να’ χει, ήταν μία ακόμα ομολογία
αποτυχίας του καπιταλισμού από το στόμα ενός από τα παιδιά του.
Η
έκθεση της ομάδας του Sukhden δημοσιεύτηκε το 2011 με τίτλο “Τα
Οικονομικά των Οικοσυστημάτων και της Βιοποικιλότητας” (The Economics of
Ecosystems and Biodiversity, TEEB). Είδε στην κλιματική αλλαγή τη
μεγαλύτερη αποτυχία των (καπιταλιστικών) αγορών, η οποία όμως (σύμφωνα
με την ίδια έκθεση) παράλληλα αποτελούσε και πρόκληση για μελλοντική
κερδοφορία. Αν υλοποιούνταν οι συστάσεις της έκθεσης, η οικονομική σχέση
κόστους – κερδών, στη χειρότερη περίπτωση θα ήταν 1 προς 10 και στην
καλύτερη 1 προς 100. Με άλλα λόγια, τα κέρδη των επιχειρήσεων από μία
έγκαιρη παρέμβαση θα έφταναν σε πολλές εκατοντάδες τρισεκατομμύρια ευρώ
ετησίως.
Ένα μέρος της έκθεσης είχε συστάσεις προς τις επιχειρήσεις. Πάνω
(και) σε αυτές «πάτησε» το 2012 η δημιουργία της λεγόμενης “TEEB for
Business Coalition”, μίας πλατφόρμας αποτελούμενης από κρατικούς φορείς,
επιχειρηματικούς κολοσσούς, τράπεζες και καθεστωτικές «περιβαλλοντικές»
και «μη κυβερνητικές» οργανώσεις. Θυμηθείτε ότι δύο από αυτές τις
τελευταίες ήταν η Conservation International και η WWF, και ότι
πρωταγωνιστικό χαρακτήρα στη δημιουργία αυτής της πλατφόρμας είχε η
Παγκόσμια Τράπεζα. Σε μία από τις ιστοσελίδες της αναφέρεται ότι βασικός της στόχος είναι “η
μελέτη και η τυποποίηση μεθόδων καταγραφής του φυσικού κεφαλαίου, έτσι
ώστε να διευκολυνθεί η αποτίμηση του και η χρήση του από τις
επιχειρήσεις”.
Το 2014 η πλατφόρμα μετονομάστηκε σε “Natural Capital Coalition”
(Συμμαχία για το Φυσικό Κεφάλαιο) και το 2020 σε “Capitals Coalition”
(Συμμαχία για το Κεφάλαιο). Αποτελείται από περισσότερες από 400 επιχειρήσεις, οργανώσεις και κρατικούς φορείς, μεταξύ των οποίων η Παγκόσμια Τράπεζα και τα διάφορα υποκαταστήματα της, η WWF (συμμετέχει και στη συμβουλευτική επιτροπή εμπειρογνωμόνων),
η Conservation International, η Birdlife International και οι γνωστές
τις οικολογικές τους ευαισθησίες ΑΒΝ AMRO, Burberry, Coca-Cola, Dow
Chemical, Roche, L’Oreal, Nespresso, Novartis, Repsol, Shell και
Walmart. Ένα από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου είναι ο πολυεκατομμυριούχος André Hoffmann, μέλος (και αυτός…) της Λέσχης της Ρώμης, μέτοχος και αντιπρόεδρος του φαρμακευτικού κολοσσού Roche, και αντιπρόεδρος για δέκα χρόνια της WWF… O Mark Gough, ένα άλλο μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, είναι μέλος της συντονιστικής επιτροπής της “Global Commons Alliance”, “ενός προγράμματος που χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Rockefeller”, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της. Ένα άλλο μέλος, ο John Lok, ήταν για εικοσιπέντε χρόνια ανώτερο στέλεχος της κυβέρνησης της Ολλανδίας. Ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου, John Lelliott, ήταν για τριάντα χρόνια πρόεδρος της Crown Estate, της κτηματομεσιτικής εταιρείας της βρετανικής μοναρχίας…
Το
2016 η πλατφόρμα εγκαινίασε το πρόγραμμα “Natural Coalition Project” με
στόχο την αποτίμηση της οικονομικής αξίας των οικοσυστημάτων του
πλανήτη. Η έδρα του ήταν το Πανεπιστήμιο του Stanford στις ΗΠΑ. Ανάμεσα στους πολυάριθμους εταίρους του
είναι (φυσικά) η Παγκόσμια Τράπεζα και δύο υποκαταστήματα της, η
(πανταχού παρούσα) WWF, η Coca-Cola, η Dow Chemical, η Ακαδημία
Επιστημών της Κίνας, και δεκαέξι κυβερνητικοί οργανισμοί των ΗΠΑ.
Τον Ιούλιο του 2016 ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Ban Ki-Μoon, μιλώντας στην 14η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, είπε: “πρέπει
επίσης να αποτιμηθούν καταλλήλως τα (φυσικά) περιουσιακά στοιχεία, όπως
οι οικοσυστημικές υπηρεσίες, και να αποτιμηθούν σωστά οι συστημικοί
και διασυνδεδεμένοι κίνδυνοι, όπως αυτός που ενέχει η κλιματική αλλαγή”.
Τρεις μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2016, ο καθηγητής οικονομικών του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Clive Apash, έγραψε ένα άρθρο, κατακρίνοντας την υποκρισία της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η οποία είχε υπογραφεί λίγες μέρες πιο πριν: “όσο
αφορά τα σημερινά συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης, δεν υπάρχει
ανάγκη να αλλάξουν. Δεν υπάρχουν ελίτ που καταναλώνουν τη συντριπτική
πλειονότητα των παγκόσμιων πόρων, ούτε πολυεθνικές εταιρείες και
βιομηχανία ορυκτών καυσίμων που πρέπει να ελέγχονται, ούτε ανταγωνιστικά
συστήματα που ευνοούν τη συσσώρευση κεφαλαίου, προωθούν το εμπόριο και
σφάζονται για την κατοχή των (φυσικών) πόρων και που εκπέμπουν τεράστιες
ποσότητες αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου μέσω
στρατιωτικών δαπανών και πολέμων, ούτε κυβερνήσεις που επεκτείνουν τη
χρήση των ορυκτών καυσίμων και την εξάρτηση από αυτά”.
Ένα άλλο μέρος του άρθρου του Apash είναι αφιερωμένο στον ρόλο των αποκαλούμενων «περιβαλλοντικών οργανώσεων»: “η
πολιτική για την αλλαγή του κλίματος πρέπει να διαμορφώνεται αναλόγως
ώστε να εξυπηρετεί την οικονομία της ανάπτυξης που ευνοεί τη συσσώρευση
κεφαλαίου, έτσι ώστε αυτή η τελευταία να φαίνεται ότι είναι η λύση για
την πρώτη (και όχι η αιτία της). Δυστυχώς, πολλές περιβαλλοντικές μη
κυβερνητικές οργανώσεις έχουν χάψει αυτό το παράλογο σκεπτικό και
δικαιολογούν την υποστήριξή τους (σε αυτό) με το επιχείρημα ότι αυτή
είναι ρεαλιστική. Οι εκθέσεις τους και οι πολιτικές τους προτάσεις
βρίθουν από όρους του λεξιλογίου του νεοφιλελευθερισμού. Επίσης, έχουν
υιοθετήσει όρους όπως φυσικό κεφάλαιο, οικοσυστημικές υπηρεσίες,
αντιστάθμισμα (άνθρακα) και σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων. Αυτοί οι
νέοι περιβαλλοντικοί πραγματιστές πιστεύουν, χωρίς να το αιτιολογούν,
ότι η χρηματιστικοποίηση της φύσης θα συμβάλει στην πρόληψη της
καταστροφής της”.
Το 2019 το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ[17], σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη και τους μεγαλύτερους οικονομικούς οργανισμούς και συστημικές «περιβαλλοντικές» οργανώσεις[18] του πλανήτη, προώθησε τη λεγόμενη “Νέα Συμφωνία για τη Φύση” (“Νew Deal For Nature”, ΝDFN). Το ίδιο έτος, στην ιστοσελίδα των Ηνωμένων Εθνών γίνεται λόγος για “πέντε αλλαγές (μετασχηματισμούς) που θα επαναρυθμίσουν τη σχέση της ανθρωπότητας με τη φύση”. Μία από αυτές είναι “η καταγραφή της πραγματικής αξίας της φύσης”. Στο σχετικό κεφάλαιο
αναφέρεται ότι η Συμφωνία για τη Φύση έρχεται να διορθώσει τη μέχρι
τότε αποτυχία ή αναποτελεσματικότητα των καπιταλιστικών χρηματιστηριακών
αγορών να αποτιμήσουν την πραγματική συνολική οικονομική αξία των
οικοσυστημάτων. Επίσης, σε αυτό επαναλαμβάνεται για μία ακόμα φορά η
διαπίστωση ότι κάποιοι δείκτες, όπως το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, είναι
ανεπαρκείς, καθότι σε αυτούς δεν αποτυπώνεται η συνεισφορά του “φυσικού κεφαλαίου” και των “οικοσυστημικών υπηρεσιών” στην “παραγωγικότητα” και στην “ανθρώπινη ευημερία”, δηλαδή στην υλική ευημερία ενός μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού σε βάρος του υπόλοιπου αλλά και του πλανήτη. Τέλος, προτείνεται “η δρομολόγηση λύσεων που να βασίζονται στις αγορές”, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της δραματικής μείωσης της βιοποικιλότητας…
Η “Νο Deal for Nature” είναι μία πρωτοβουλία που συστήθηκε ενάντια στη λεγόμενη “Νέα Συμφωνία για τη Φύση”. Στην ιστοσελίδα της διαβάζουμε ότι “η
πολύ πραγματική απειλή της απώλειας της βιοποικιλότητας, από την οποία
εξαρτάται όλη η ζωή στον πλανήτη, γίνεται προϊόν εμπορευματοποίησης και
εκμετάλλευσης, προκειμένου να γίνει η επανεκκίνηση της παγκόσμιας
οικονομίας. Η αποκαλούμενη «Νέα Συμφωνία για τη Φύση» σχεδιάζεται από
τις πιο ισχυρές επιχειρήσεις και οικονομικά ιδρύματα στον κόσμο, καθώς
και από μη κυβερνητικές οργανώσεις που είναι συνένοχες σε παραβιάσεις
ανθρωπίνων δικαιωμάτων[19]”. Στη συνέχεια αναφέρεται στη διαπλοκή κράτους και κεφαλαίου: “(σε
διάφορες συμφωνίες) έχουμε δει με ποιον τρόπο οι κυβερνήσεις μας
δουλεύουν χέρι χέρι μαζί με πολυεθνικές εταιρείες, παραδίδοντας ολοένα
και μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας στις μεγάλες επιχειρήσεις και
ιδιωτικοποιώντας όλο και περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες. Τώρα πια η
φύση είναι έτοιμη για αρπαγή. Με το πρόσχημα της ανάληψης δράσης για την
καταπολέμηση των κλιματικών και οικολογικών κρίσεων, αυτό που απαιτεί
να γίνει στην πράξη η Νέα Συμφωνία για τη Φύση είναι η οικονομικοποίηση
και ιδιωτικοποίηση της φύσης (οριζόμενη ως «οικοσυστημικές υπηρεσίες»,
«φυσικό κεφάλαιο», «φυσικές λύσεις για το κλίμα» ή «λύσεις που
βασίζονται στη φύση»)σε παγκόσμια κλίμακα”. Στην ίδια ιστοσελίδα βρίσκουμε το ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ “Banking Nature”,
το οποίο γυρίστηκε το 2019 και διαπραγματεύεται το θέμα της
εκμετάλλευσης της κλιματικής αλλαγής από το υπερεθνικό κεφάλαιο, για την
προώθηση της επιχείρησης εμπορευματοποίησης της φύσης.
Η τελική ευθεία
Τo 2021 ιδρύθηκε η “Οικονομική Συμμαχία της Γλασκώβης για το Μηδενικό
Ισοζύγιο Άνθρακα” (Glasgow Financial Alliance for Net Zero, GFANZ)
ως μία σύμπραξη μεγάλων ιδιωτικών τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων, ασφαλιστικών εταιρειών και κρατικών και υπερκρατικών
οργανισμών, με δηλωμένο στόχο τη μείωση των εκπομπών ρύπων στην
ατμόσφαιρα. Ο πραγματικός στόχος της, βέβαια, είναι άλλος. Με την
πρόφαση την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τα αδίστακτα αρπακτικά
της εξουσίας επιχείρησαν να αυξήσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη τους.
Κάποιοι από αυτούς δεν διστάζουν δε να το ομολογήσουν δημόσια. Για
παράδειγμα, πρόσφατα ο John Kerry, πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και ένας από τους «μπροστάρηδες» αυτής της σύμπραξης, δήλωσε σχετικά: “οι μεγαλύτεροι οικονομικοί παίκτες (παράγοντες) στον κόσμο βλέπουν την ενεργειακή μετάβαση ως μία τεράστια εμπορική ευκαιρία”. Ωστόσο, τα σχέδια τους δεν περιορίζονται στον εμπορικό-οικονομικό τομέα. Με τη GFANZ
αναβαθμίζεται αισθητά ο ρόλος του τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού
συστήματος σε πολιτικό-εξουσιαστικό επίπεδο, με τη δημιουργία ενός
συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο θα έχει το
τραπεζικό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Πιο συγκεκριμένα, εστιάζοντας στο θέμα που εξετάζουμε, ο στόχος της
GFANZ είναι να προωθήσει την πλήρη ιδιωτικοποίηση των οικοσυστημάτων
όλων των κρατών του πλανήτη ή τουλάχιστον την παραχώρηση της
εκμετάλλευσης τους στο υπερεθνικό κεφάλαιο. Μία από τις μεθόδους που
έχει χρησιμοποιηθεί συχνά στο παρελθόν για την επίτευξη αυτού του στόχου
είναι η “debt-trap diplomacy” ή “debt-entrapment”:
Ένα ισχυρό κράτος ή ένας υπερεθνικός ή διακρατικός οργανισμός (π.χ.
Κίνα , ΗΠΑ, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Ένωση) δημιουργεί
συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και δανεισμού σε ένα ανίσχυρο κράτος, με
σκοπό να το εξαναγκάσει να «απορρυθμίσει» την αγορά του (δηλαδή να την
παραδώσει στις ορέξεις των καπιταλιστικών αρπακτικών) και να παραχωρήσει
την εκμετάλλευση ή την ιδιοκτησία μέρους της επικράτειας του, των
υποδομών του ή και των πλουτοπαραγωγικών του πηγών, ως αντάλλαγμα για
την ελάφρυνση του χρέους του (1, 2, 3, 4, 5, 6).
Αυτήν την τακτική πρόκειται ακολουθήσει σε κάποιες χώρες η GFANZ στο
άμεσο μέλλον, μέσω των λεγόμενων πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών
(Μultilateral Development Βanks, MDBs), οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο
παρά τα περιφερειακά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο εξαναγκασμός
των οικονομικά ανίσχυρων χωρών μπορεί να επιτευχθεί μέσω του άμεσου
δανεισμού τους, μέσω της δημιουργίας συνθηκών οικονομικής ασφυξίας στο
εσωτερικό τους, ή ακόμα και μέσω της απειλής για κάτι τέτοιο. Στις
περιπτώσεις χωρών που οι διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας είναι
πλήρως υποτελείς στο ντόπιο ή υπερεθνικό κεφάλαιο και που εκτιμάται ότι
δεν θα υπάρξουν σοβαρές αντιδράσεις σε αυτούς τους σχεδιασμούς εκ μέρους
των υπηκόων τους, η διαδικασία θα είναι αμεσότερη και θα προχωρήσει με
ταχύτερους ρυθμούς.
Η γρήγορη και αποτελεσματική (για το κεφάλαιο) λεηλασία των φυσικών
πόρων αυτών των χωρών θα επιτευχθεί με τη σύμπραξη-συνεργασία των
επονομαζόμενων ξένων «επενδυτών» με τις τοπικές κυβερνήσεις και το
εγχώριο κεφάλαιο της κάθε χώρας, καθώς και με τις επονομαζόμενες «μη
κυβερνητικές» και «περιβαλλοντικές» οργανώσεις. Οι «επενδυτές» δεν είναι
άλλοι από τα καπιταλιστικά αρπακτικά που θα επωφεληθούν από αυτήν:
πολυεθνικές εταιρείες και κυρίως τραπεζικοί-χρηματοπιστωτικοί
οργανισμοί. Βέβαια θα ανταμειφθούν για τις υπηρεσίες τους και οι
προαναφερθείσες οργανώσεις καθώς και οι υπόλοιποι υπηρέτες του κεφαλαίου
σε κάθε χώρα (οι διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας και οι εθελόδουλοι
υφιστάμενοι τους).
Σε πρακτικό επίπεδο, αυτή η συνεργασία θα πραγματοποιηθεί με τη δημιουργία των λεγόμενων “country platforms”. Σύμφωνα
με τη GFANZ, αυτές οι πλατφόρμες αποτελούν τους μηχανισμούς που θα
συνενώσουν όλους τους παραπάνω και θα συμβάλλουν στον συντονισμό των
κινήσεων τους προκειμένου φτάσουν να υλοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους.
Ουσιαστικά οι “country platforms” είναι
τα οχήματα μέσω των οποίων το υπερεθνικό κεφάλαιο θα μπορέσει να βάλει
χέρι στους φυσικούς πόρους της κάθε χώρας πιο γρήγορα και πιο
αποτελεσματικά (για τα συμφέροντα του). Όπως λένε και οι ίδιοι στην
ιδιόρρυθμη ξύλινη γλώσσα τους, αυτό που προσδοκούν από αυτές είναι “να δημιουργήσουν επιχειρηματικά περιβάλλοντα που θα είναι ευνοϊκά για επιχειρηματικές επενδύσεις” ή “να επιταχύνουν τη δημιουργία των συνθηκών για τη συγκρότηση προγραμμάτων που παρουσιάζουν τραπεζικό ενδιαφέρον”.
Στη δημιουργία αυτών των συνθηκών θεμελιώδη ρόλο έχουν οι τοπικοί διαχειριστές της εξουσίας: “ιδιωτικά
κεφάλαια και επενδύσεις θα αρχίσουν να ρέουν προς αυτά τα προγράμματα,
αν οι κυβερνήσεις και αυτοί που χαράσσουν πολιτικές δημιουργήσουν τις
κατάλληλες συνθήκες”. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε σε τί συνίσταται
η δημιουργία αυτών των συνθηκών. Είναι αυτό που με μία λέξη ονομάζεται
νεο-αποικιοποίηση και που μία μικρή γεύση του βιώνουμε εδώ και αρκετά
χρόνια στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και οι χώρες που έχει επιλέξει η GFANZ για
την υλοποίηση των σχεδιασμών της είναι συνήθως μικρές, ανίσχυρες και με
σχέσεις εξάρτησης από το υπερεθνικό κεφάλαιο. Αυτό είναι ένα ακόμα
στοιχείο που αποδεικνύει ότι οι στόχοι τους δεν σχετίζονται με την
αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Άλλωστε οι εκπομπές ρύπων αυτών των
χωρών είναι μηδαμινές σε σύγκριση με αυτές που προέρχονται από τις
μεγάλες βιομηχανικές χώρες του πλανήτη.
Οι “country platforms” δεν είναι
μία πρωτοβουλία ή καινοτομία της GFANZ. Είχαν χρησιμοποιηθεί ελάχιστα
στο παρελθόν, μέχρι το 2018. Τότε, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, η
λεγόμενη Ομάδα των 20 (G20[20])
αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του παγκόσμιου οικονομικού
συστήματος και να τις αναβαθμίσει. Τον Οκτώβριο του 2018 δημοσιεύτηκε μία έκθεση της G20, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στις “country platforms”, δίνοντας τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση τους από τα εκτελεστικά όργανα των παγκόσμιων εξουσιαστών. Όπως αναφέρεται σε μία έκθεση της GFANZ πάνω στην “κινητοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες χώρες”,
η οποία δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2021, η συμμαχία – σύμπραξη
βασίστηκε στην έκθεση της G20 του 2018, προκειμένου να σκιαγραφήσει και
να συγκεκριμενοποιήσει τον ρόλο τους στην απομύζηση των φυσικών πόρων
του πλανήτη, με το γνωστό πρόσχημα της αντιμετώπισης της κλιματικής
αλλαγής.
Ως πετυχημένα παραδείγματα λειτουργίας “country platforms” αναφέρονται η Ρουάντα, η Γκάνα και κυρίως η Ινδία. Αυτή της Ινδίας ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 από μία πρωτοβουλία του
Ιδρύματος Bloomberg, με τη συμμετοχή κολοσσών όπως οι Goldman Sachs,
HSBC, Allianz Global Investors, AXA, Enel, των κυβερνήσεων της Ινδίας
και του Ηνωμένου Βασιλείου και του κρατικού Επενδυτικού Ταμείου
Συντάξεων της Ιαπωνίας (Japan’s Government Pension Investment Fund, GPIF[21]).
Μέχρι λίγο μετά τα μέσα του 2021 οι μέχρι τότε κινήσεις της συμμαχίας
των αδίστακτων καπιταλιστικών αρπακτικών και των παρατρεχάμενων τους
έδειχναν ότι στο άμεσο μέλλον οι σχεδιασμοί τους θα κινούνταν στα μέχρι
τότε γνωστά σε εμάς πλαίσια. Τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 2021
ξεπέρασαν όλες τις μέχρι τότε εκτιμήσεις.
Η σύμπραξη
Η δημιουργία του επενδυτικού προϊόντος των “φυσικών περιουσιακών στοιχείων (natural assets)” πραγματοποιήθηκε από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (New York Stock Exchange, NYSE) και την εταιρεία -βιτρίνα Intrinsic Exchange Group (IEG), η οποία στήθηκε για τις ανάγκες της υλοποίησης του δυστοπικού σχεδίου που περιγράφουμε σε αυτή μας την ανάρτηση. Οι τρεις βασικοί της μέτοχοι
είναι η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (Inter-American Development
Bank, ΙDB), το Ίδρυμα Rockefeller και η εταιρεία Aberdare Ventures. Το
Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης συμμετέχει σε αυτήν τη σύμπραξη-
κοινοπραξία, κατέχοντας ένα μειοψηφικό κομμάτι μετοχών της IEG.
Σημειώνουμε ότι το NYSE είναι μία ιδιωτική επιχείρηση, της οποίας ο
μεγαλύτερος μέτοχος είναι η εταιρεία Intercontinental Exchange, η οποία
ελέγχεται από τους τραπεζικούς κολοσσούς της Wall Street, Goldman Sachs
και Morgan Stanley, καθώς και από τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες
Shell, Total Εnergies και British Petroleum (BP).
Οι πρωτεργάτες
Η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (Inter–American Development Bank, ΙDB) είναι ένα παράρτημα της Παγκόσμιας Τράπεζας
(World Bank). Ο κύριος μέτοχος και μεγαλύτερος επενδυτής σε αυτόν τον
τραπεζικό κολοσσό είναι το κράτος των ΗΠΑ. Παρότι από μόνο του δεν έχει
την πλειοψηφία των μετοχών της IDB, την ελέγχει
μέσω των διαφόρων δορυφόρων του. Αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία
του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου για την επιβολή νεοφιλελεύθερων
πολιτικών, κυρίως στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής (και πια
σε όλον τον πλανήτη) καθώς και για την εδραίωση της εξάρτηση αυτών των
τελευταίων από το κεφάλαιο των ΗΠΑ.
Το Ίδρυμα Rockefeller (Rockefeller Foundation)
είναι το βασικό όργανο άσκησης εξουσίας της γνωστής δυναστείας
καπιταλιστών-εξουσιαστών, με μακρύ και βρώμικο παρελθόν. Μέχρι σήμερα
αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πόλους εξουσίας στις ΗΠΑ, αλλά και
σε παγκόσμιο επίπεδο, σε όλους σχεδόν τους τομείς της
οικονομικής-καπιταλιστικής δραστηριότητας. Τον Οκτώβριο του 2021 ανακοινώθηκε επίσημα η συνεργασία του με τη Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης.
Η Aberdare Ventures είναι μία
εταιρεία που διαχειρίζεται κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου,
επενδύοντας κυρίως σε μικρές εταιρείες στους τομείς της Υγείας και της
Τεχνολογίας. Ο άνθρωπος που την ίδρυσε και τη διευθύνει ήταν πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος στο Ίδρυμα Rockefeller…
Οι κομπάρσοι
Στην ιστοσελίδα της IEG εμφανίζονται επτά ακόμα συμμετέχοντες στο εγχείρημα, ως “εταίροι”.
Μερικοί από αυτούς αυτοαποκαλούνται «οικολογικές» ή «περιβαλλοντικές»
οργανώσεις. Επειδή συνήθως οι εύηχες ονομασίες αυτών των οργανώσεων
είναι παραπλανητικές, και πίσω από αυτές κρύβεται μία πραγματικότητα καθόλου οικολογική ή περιβαλλοντική , αμέσως μετά παραθέτουμε μερικά ενδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα και τη λειτουργία κάποιων από αυτές.
Η Conservation International, με έδρα τις ΗΠΑ, αυτοαποκαλείται περιβαλλοντική και μη κερδοσκοπική.
Είναι μία ισχυρή και πολυπλόκαμη εταιρεία-οργάνωση, με διασυνδέσεις με
όλες τις πτυχές του κατεστημένου των ΗΠΑ. Σημειώνουμε ότι ανήκει σε
εκείνην την κατηγορία εταιρειών που δεν πληρώνουν φόρους. Επίσης,
σημειώνουμε ότι και οι δωρεές που της γίνονται δεν φορολογούνται, με
ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται και για τους δωρητές και για τους
δωρεοδόχους… Το 2020 δήλωσε έσοδα ύψους 163 εκατομμυρίων δολαρίων και δαπάνες (έξοδα) ύψους 154 εκατομμυρίων δολαρίων. Το 2021 τα αντίστοιχα ποσά ήταν 152 και 132 εκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα.
Ο ιδρυτής της, Peter Seligmann, είναι μέλος του Council on Foreign Relations,
μίας αυτοαποκαλούμενη «ομάδα μελέτης» (“think tank”), η οποία στην
πραγματικότητα είναι μία κλειστή λέσχη ολιγαρχών. Ιδρύθηκε το 1921. Από
τότε σχετίζεται άμεσα με τη δυναστεία Rockefeller και σήμερα ελέγχεται
από το Ίδρυμα Rockefeller. Το 2021 ο ετήσιος μισθός της προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ήταν 619.352 δολάρια, ενώ ο ανώτερος διευθύνων σύμβουλος έπαιρνε 685.506 δολάρια τον χρόνο και ο υπεύθυνος προγραμμάτων έπαιρνε 501.996 δολάρια τον χρόνο… Σημειώστε επίσης ότι ο γενικός διευθυντής του Τμήματος Οικοσυστημάτων του Ιδρύματος Rockefeller ήταν αντιπρόεδρος στην Conservation International.
Η λίστα των ανώτερων-υψηλόβαθμων στελεχών της που διαπλέκονται με το
υπερεθνικό κεφάλαιο και ειδικότερα με τις επιχειρήσεις της δυναστείας
Rockfeller, με υπερεθνικούς οργανισμούς εξουσίας, όπως η Παγκόσμια
Τράπεζα και τα παραρτήματα της, και γενικά με όσους εμπλέκονται στην
υπόθεση που εξετάζουμε, είναι πολύ μεγάλη (1, 2). Περιλαμβάνει «εκλεκτά μέλη» του κατεστημένου των ΗΠΑ. Ενδεικτικά αναφέρουμε το παράδειγμα του Wesley Bush,
πρώην διευθύνοντα συμβούλου και προέδρου της Northrop Grumman, της
μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής οπλικών συστημάτων στον κόσμο, και νυν
προέδρου της General Motors, της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας στις
ΗΠΑ και μίας από τις μεγαλύτερες στον κόσμο.
Η λίστα των συνέταιρων-συνεργατών και χρηματοδοτών της Conservation international, στο παρελθόν και στο παρόν, είναι εξίσου μεγάλη και περιλαμβάνει μεγάλες πετρελαϊκές και εξορυκτικές εταιρείες, εταιρείες παραγωγής όπλων,
αγροχημικών και βιοτεχνολογικών προϊόντων, γνωστούς τραπεζικούς και
άλλους πολυεθνικούς κολοσσούς, καθώς και κράτη (Μεξικό, Ρουάντα).
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις Αpple, BP (μέσω του BP Foundation), Cargill, Chevron, ConocoPhillips, Coca-Cola, De Beers Group, ΕxxonMobil, Goldman Sachs, Kimberly-Clark, Kraft Foods, McDonald’s, Dell, Hewlett-Packard, Medco Group, Monsanto, MPX Colombia, Newmont Mining Corporation, Shell, Starbucks, Toyota Motor Corporation, United Airlines, Volkswagen, Walmart και Wilmar International.
Η Conservation international στηρίζεται οικονομικά
και από ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί από μεγάλους καπιταλιστικούς ομίλους
επιχειρήσεων. Αναφέρουμε μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις: To 2016 και
το 2017 έλαβε συνολικά 234.509 δολάρια από το Ίδρυμα Rockefeller. Από το 1986 ως το 2018 έλαβε 68,2 εκατομμύρια δολάρια από το Ίδρυμα MacArthur. Από το 2017 ως το 2020 έλαβε συνολικά περίπου 2,5 εκατομμύρια δολάρια από το Ίδρυμα Packard. Άλλοι χρηματοδότες της είναι το Ίδρυμα Moore (261 εκατομμύρια δολάρια μόνο το 2001) και φυσικά η Παγκόσμια Τράπεζα (1, 2).
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι είναι ένας από τους εταίρους
του Ταμείου Εταιρικής Σχέσης για τα Οικοσυστήματα Ζωτικής Σημασίας
(Critical Ecosystem Partnership Fund, CEPF). Πρόκειται για έναν μεγάλο
χρηματοδοτικό οργανισμό με έδρα τις ΗΠΑ, του οποίου οι βασικοί εταίροι
είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το κράτος της Ιαπωνίας, το
Παγκόσµιο Ταµείο Προστασίας του Περιβάλλοντος και ο κρατικός Γαλλικός
Οργανισμός Ανάπτυξης. Η επιλογή της ως “εταίρος” αυτού του Ταμείου δεν
είναι καθόλου τυχαία. Εκτός από το γεγονός ότι αποτελεί μία από τις
μεγαλύτερες οργανώσεις με «οικολογικό» προσωπείο σε παγκόσμιο επίπεδο,
όπως είδαμε πιο πριν, συμμετείχε στην πλατφόρμα “TEEB for Business
Coalition”, σε αγαστή συνεργασία με υπερεθνικούς οργανισμούς εξουσίας,
κυβερνητικούς και κρατικούς φορείς, επιχειρηματικούς κολοσσούς και
τράπεζες.
Η WWF (World Wildlife Fund)
είναι (και αυτή) ένας πολιτικός και οικονομικός οργανισμός παρά μία
«περιβαλλοντική» οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1961 από τον Βρετανό βιολόγο και θιασώτη της ευγονικής Julian Huxley.
Ο πρώτος της πρόεδρος ήταν ο πρίγκιπας Βερνάρδος της Ολλανδίας, ένας
από τους ιδρυτές της Λέσχης Bilderberg και ένα μέλος της (πανταχού
παρούσης) δυναστείας Rockefeller, o Lawrence Rockefeller. Δεύτερος πρόεδρος της ήταν ο Ολλανδός John Loudon, πρόεδρος για δεκατέσσερα χρόνια της γνωστής πετρελαϊκής εταιρείας Shell και μέλος για δώδεκα χρόνια της συμβουλευτικής επιτροπής της τράπεζας Chase Manhattan Bank, η οποία ανήκει… στην οικογένεια Rockefeller. O τρίτος πρόεδρος της ήταν ο Phillip Mountbatten, σύζυγος της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου.
Είναι ένας από τους βασικούς συνεργάτες της Παγκόσμιας Τράπεζας (1, 2, 3) και των παραρτημάτων της.
Χρηματοδοτείται κυρίως από το “1001 Club”, μία κλειστή λέσχη
ολιγαρχών-πλουτοκρατών, η οποία ιδρύθηκε από τις βασιλικές οικογένειες
της Ολλανδίας και της Μεγάλης Βρετανίας, μαζί με τον Julian Huxley και τον Godfrey Anderson Rockefeller,
και στην οποία μέχρι σήμερα η οικογένεια Rockefeller έχει ενεργό
συμμετοχή. Χρηματοδοτείται απλόχερα και από ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί
από Αμερικανούς ολιγάρχες, όπως το Ίδρυμα McArthur (από το 1986 ως το 2018 εισέπραξε 31,8 εκατομμύρια δολάρια), το Ίδρυμα Moore (185 εκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2021), το Ίδρυμα Packard (6,4 εκατομμύρια δολάρια το 2017), το Ίδρυμα Walton (της πολυεθνικής εταιρείας Wallmart) με 12,9 εκατομμύρια δολάρια από το 2019, το Βezos Earth Fund του Jeff Bezos, ιδιοκτήτη της Amazon και πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο (μόνο το 2021 έλαβε 100 εκατομμύρια δολάρια) και το Ίδρυμα Rockefeller (400.000 δολάρια το 2019), καθώς και από κρατικά προγράμματα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.
Εδώ και πολλά χρόνια έχει στενές σχέσεις συνεργασίας (και χρηματοδότησης…) με μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους όπως η Coca Cola, η Nokia, η Canon, η Shell, η Monsanto (1, 2, 3), η ExxonMobil, η HSBC, η Citibank, η Cargill, η McDonalds, η Marine Harvest, η IKEA, η Procter & Gamble η Johnson & Johnson, η Royal Caribbean Cruises και η Rougier, με την Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και με στρατιωτικές υπηρεσίες σε πολλές χώρες του κόσμου (1, 2, 3, 4, 5),
μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ. Η σχέση της με τον στρατιωτικό Οργανισμό των
ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (United States Agency for International
Development, USAID) φτάνει μέχρι τη δεκαετία του ‘80. Μέχρι το 2020 είχε εισπράξει 120 εκατομμύρια δολάρια. Το 2021 έλαβε άλλα 13,5 εκατομμύρια δολάρια από τον ίδιο οργανισμό.
Σε πολλές περιπτώσεις στην Αφρική και στην Ασία έχει χρηματοδοτήσει
και συνεργαστεί με παραστρατιωτικές ομάδες οι οποίες κατηγορούνται για
ξυλοδαρμούς, βιασμούς και δολοφονίες ανθρώπων που αντιστέκονται στην
εκποίηση της γης τους από το πολυεθνικό κεφάλαιο (1, 2, 3, 4, 5, 6).
Περισσότερα στοιχεία για την (όχι και τόσο) σκοτεινή (πια) πλευρά της WWF υπάρχουν στο βιβλίο (και ντοκιμαντέρ) Silence of the Pandas (Pandaleaks).
Επειδή η αρθρογραφία σχετικά με τη δράση αυτού του οργανισμού είναι
ατελείωτη, δίνουμε μερικά ακόμα links εδώ και επιφυλασσόμαστε να
ασχοληθούμε με αυτό το θέμα στο μέλλον: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10.
Ο ρόλος της (γενικά αλλά και ειδικά στο εγχείρημα χρηματιστικοποίησης
της φύσης) είναι ο ίδιος με αυτόν της Conservation International. Και
στη δική της περίπτωση, η επιλογή της ως δεκανίκι και «πράσινο» άλλοθι
του εγχειρήματος δεν είναι καθόλου τυχαία. Εκτός από τις πολύ καλές της
σχέσεις με το κατεστημένο των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και άλλων
ευρωπαϊκών χωρών, η συνεργασία της με την Παγκόσμια Τράπεζα είναι πολύ παλιά: ξεκίνησε το 1998 με την “WWF – World Bank Alliance”, συνεχίστηκε το 2008 με τη συνδιοργάνωση
του Sustainable Finance Forum, το 2012 με την πλατφόρμα “TEEB for
Business Coalition”, τo 2014 με την “Natural Capital Coalition”, το 2018
με τη δημοσίευση μίας κοινής έκθεσης, και συνεχίζεται ως σήμερα με το πρόσφατα ανακοινωθέν εγχείρημα του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης.
Η οργάνωση BirdLife International
είναι άλλη μία περίπτωση οργάνωσης που δηλώνει περιβαλλοντική και μη
κερδοσκοπική. Έχει έδρα στις ΗΠΑ και 120 εταίρους σε όλον τον κόσμο. Και
αυτή δεν πληρώνει φόρους στο κράτος των ΗΠΑ. Και στη δική της περίπτωση
οι δωρεές που της γίνονται είναι αφορολόγητες. Το 2017 και 2018
τα ετήσια έσοδα της κυμάνθηκαν από 27 ως 30 μη κερδοσκοπικά εκατομμύρια
δολάρια, ενώ τα έξοδα της από 25 ως 26 εκατομμύρια δολάρια. Σημειώνουμε
ότι στο παρελθόν η επικεφαλής της BirdLife International ήταν εκτελεστική διευθύντρια στο Ταμείο Εταιρικής Σχέσης για τα Οικοσυστήματα Ζωτικής Σημασίας (Critical Ecosystem Partnership Fund, CEPF).
Το 2017 το Bezos Earth Fund έδωσε 17 εκατομμύρια δολάρια στην BirdLife International. Mόνο το 2019 και 2020 η οργάνωση έλαβε από το Ίδρυμα MacArthur χρηματοδοτήσεις ύψους 7,4 εκατομμυρίων δολαρίων. Από το 2017 ως το 2021 έλαβε από το ίδρυμα Packard 3 εκατομμύρια δολάρια. Πρόσφατα ανακοίνωσε την εκκίνηση ενός προγράμματος στην Ασία, το οποίο χρηματοδοτείται από την Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης[22] με 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Ανάμεσα στους “συνεργάτες” (εταίρους) της IEG αναφέρεται η Caribbean Climate-Smart Accelerator. Δεν πρόκειται για κάποια αυτόνομη (έστω και θεωρητικά) οντότητα. Είναι μία σύμπραξη της Παγκόσμιας Τράπεζας , της Διαμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης[23]
και του πολυεθνικού κολοσσού (με έδρα τη Μεγάλη Βρετανία) Virgin. Αυτοί
είναι οι τρεις βασικοί εταίροι της σύμπραξης. Δίπλα τους υπάρχουν δεκάδες
ιδιωτικοί και κρατικοί χρηματοδότες. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικούς από
αυτούς: ο Βill Gates, τα Ιδρύματα Clinton, Wyss και Tides, το κράτος
του Καναδά, η Airbnb, η CARICOM, και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών
(Organisation of American States, OAS). Η πολιτική της θα υλοποιηθεί σε
28 κράτη της Κεντρικής Αμερικής. Τα περισσότερα από αυτά είναι μικρά
κρατίδια που είτε ανήκουν στις ΗΠΑ ή στη Μεγάλη Βρετανία, είτε είναι
αποικίες ή προτεκτοράτα τους, είτε έχουν σχέση εξάρτησης από αυτές τις
δύο χώρες.
Η Conservation Strategy Fund είναι μία οργάνωση-εταιρεία με έδρα στις ΗΠΑ. Στη ιστοσελίδα της υπάρχει μία ειδική παραπομπή στην Παγκόσμια Τράπεζα. Ανάμεσα στους πολλούς εταίρους-συνεργάτες της
που αναφέρονται σε αυτήν, βρίσκουμε (φυσικά) την Παγκόσμια Τράπεζα, το
Παγκόσμιο Ίδρυμα Πόρων, τη WWF, την Conservation International, αλλά και
μεγάλα ιδρύματα ολιγαρχών (MacArthur, Packard, Moore, Pew) και
κρατικούς φορείς κρατών της Ν. Αμερικής (τα Υπουργεία Περιβάλλοντος του
Περού και της Βραζιλίας).
Η Glenn-Marie Lange, επικεφαλής του περιβαλλοντικού τομέα της εταιρείας στις ΗΠΑ, δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Ήταν για δώδεκα χρόνια ανώτατο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ήταν αυτή που επιμελήθηκε τη δημιουργία και ήταν επικεφαλής του
προγράμματος WAVES, στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πριν. Τα τελευταία 25
χρόνια είναι μία από τους επικεφαλής της διαδικασίας αποτίμησης “φυσικού κεφαλαίου” στην Ασία και στην Αφρική. Ο ιδρυτής της εταιρείας το 1998, John Reid,
ήταν στέλεχος στην Conservation International και έχει στενές σχέσεις
με το Ίδρυμα MacArthur. Ένα άλλο μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, ο
Robert Hoguet, είναι πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος μίας επενδυτικής εταιρείας και της…EcoHealth Alliance του Peter Daszak, μίας εταιρείας που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία της κατασκευής του αφηγήματος της φυσικής προέλευσης του SARS-CoV-2 και της χρηματοδότησης των πειραμάτων κατασκευής χιμαιρικών ιών στη Wuhan από το κράτος των ΗΠΑ.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ένας από τους συμβούλους της εταιρείας, ο John Dixon, ήταν πρώην επικεφαλής των “περιβαλλοντικών οικονομολόγων” της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ένας άλλος, ο Paul Ferraro, συμμετείχε στην πρώτη φάση λειτουργίας του Millennium Ecosystem Assessment,
ενός συστήματος αποτίμησης των παγκόσμιων οικοσυστημάτων που –όπως
είδαμε πιο πριν- ίδρυσαν το 1998 η Παγκόσμια Τράπεζα, τα Ηνωμένα Έθνη
και το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων (World Resources Institute, WRI).
Στην ιστοσελίδα της IEG αναφέρεται ως “συνεργάτης” της σύμπραξης το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Κόστα Ρίκα.
Σε αυτήν τη χώρα θα πραγματοποιηθεί το πρώτο πιλοτικό πρόγραμμα της
IEG. Παρότι αυτό ακόμα δεν έχει μπει σε εφαρμογή, στην ιστοσελίδα της
αυτή αναφέρεται σε ενεστώτα χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο οι εμπνευστές και
υλοποιητές του εγχειρήματος θέλουν να δώσουν προς τα έξω τα μήνυμα ότι η
εφαρμογή του είναι γεγονός.
Κατανοούμε τη χρήση του όρου “συνεργάτης”, αφού δεν θα ήταν
προς το συμφέρον της σύμπραξης να χρησιμοποιήσει τον όρο «πειραματόζωο»,
ο οποίος θα ήταν καταλληλότερος γι’ αυτήν την περίπτωση. Η χώρα αυτή
έχει μία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και μακροχρόνιες σχέσεις εξάρτησης από
τις ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η επιλογή της για την έναρξη αυτού του δυστοπικού καπιταλιστικού εγχειρήματος.
Η βιτρίνα της IEG
Με τα εκτελεστικά όργανα που αποτελούν τη βιτρίνα της IEG
δεν θα ασχοληθούμε πολύ. Θα αναφέρουμε μόνο μερικά στοιχεία που
συνδέονται με τα προαναφερόμενα για τους εταίρους της σύμπραξης.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αρχικά, τον Σεπτέμβριο του 2021, το διοικητικό
συμβούλιο αυτής της εταιρείας που ισχυρίζεται έχει τόσο μεγαλόπνοα
σχέδια για τον πλανήτη, αποτελείτο από δύο (!) μόνο μέλη. Ένα μήνα μετά,
τον Οκτώβριο του 2021, τα δύο μέλη έγιναν τρία. Τον Ιανουάριο του 2022 το διοικητικό συμβούλιο εξαφανίστηκε από την ιστοσελίδα της εταιρείας.
Ο ένας από τους δύο (τρεις)
έχει τον τίτλο του προέδρου της. Είναι αυτός που εμφανίζεται ως ο
άνθρωπος-βιτρίνα που την «έστησε». Είναι πρώην παραγωγός (τριών) ταινιών
και βραχύβιο στέλεχος αρκετών εταιρειών στον τεχνολογικό, τραπεζικό,
χρηματοπιστωτικό και φαρμακευτικό τομέα. Ο δεύτερος είναι μέλος της οικογένειας Rockefeller… Ο τρίτος ήταν για δεκαπέντε χρόνια υψηλόβαθμο στέλεχος και αντιπρόεδρος της WWF των ΗΠΑ, και από το 1998 είναι ένας από τους βασικούς συμβούλους της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Από τους τρεις συμβούλους της εταιρείας, οι δύο συνδέονται με τη Morgan Stanley και ο ένας με την Παγκόσμια Τράπεζα. Μάλιστα, ένας από αυτούς είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Morgan Stanley από το 2012. Σημειώνουμε ότι εδώ και μερικούς μήνες τα ονόματα τους απουσιάζουν από την ιστοσελίδα της εταιρείας.
Από τους δέκα managers της εταιρείας,
η Παγκόσμια Τράπεζα, η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης και η
Conservation International συνδέονται με τουλάχιστον δύο από αυτούς, και
το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η WWF, η Resolve[24], η Morgan Stanley και η Exxon Mobile με τουλάχιστον έναν από αυτούς. Μία από τους managers
είναι γλύπτρια και φαινομενικά δεν έχει σχέση με το αντικείμενο. Όμως,
είναι πρώην συνεργάτης του προέδρου της εταιρείας σε ένα αμφιλεγόμενο
πρόγραμμα «ανάπλασης» και στην παραγωγή (τριών) ταινιών[25]…
Το πρόσχημα
Η ΙΕG ισχυρίζεται ότι προχώρησε στη δημιουργία του «επενδυτικού προϊόντος» των “φυσικών περιουσιακών στοιχείων (natural assets)”
για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων που
αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Με έναν ασυνήθιστο όσο και αυθαίρετο τρόπο
συνδέει τις αιτίες αυτών των προβλημάτων με οικονομικές παραμέτρους, και
την επίλυση τους με οικονομικούς χειρισμούς, φυσικά μέσα στα πλαίσια
του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Ο οικονομίστικος ισχυρισμός ότι η απόλυτη
ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση του πλανήτη θα λύσει τα κοινωνικά και
περιβαλλοντικά ζητήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα, στερείται
οποιασδήποτε επιστημονικής βάσης και αντίκειται στην κοινή λογική. Αυτός
ο αυθαίρετος ισχυρισμός δεν τεκμηριώνεται πουθενά στην ιστοσελίδα της
IEG, έστω και με κάποιον υποτυπώδη τρόπο.
Ο ισχυρισμός ότι αν οι φυσικοί πόροι ιδιωτικοποιηθούν, θα
διαφυλαχθούν, είναι τουλάχιστον γελοίος. Η απομύζηση τους στα πλαίσια
της καπιταλιστικής παραγωγής οδηγεί στη μείωση ή ακόμα και στην
καταστροφή τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους αυτής
της παραγωγής, συνεπώς τη μείωση των κερδών αυτών που την ελέγχουν.
Μπορεί βραχυπρόθεσμα η αύξηση του κόστους να μετακυλύεται στους
μισθωτούς σκλάβους- παραγωγούς πλούτου-καταναλωτές, μέσω της αύξησης των
άμεσων και έμμεσων φόρων και των τελικών τιμών των προϊόντων, όμως
μακροπρόθεσμα η συνέχιση αυτής της κατάστασης θα αποτελέσει ένα πρόβλημα
για τους καπιταλιστές. Αυτός είναι ο βασικός λόγος της όψιμης
οικολογικής τους ευαισθητοποίησης για την καταστροφή των φυσικών πόρων.
Βέβαια δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχτούν το αυτονόητο για την αιτία του
προβλήματος. Θα ήταν σα να έσκαβαν τον λάκκο τους. Την αποδίδουν λοιπόν
στην έλλειψη δικαιωμάτων ιδιοκτησίας πάνω στους φυσικούς πόρους, επειδή
είναι αδίστακτοι κερδοσκόποι. Την ώρα που η επικείμενη περιβαλλοντική
καταστροφή πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, αυτοί κοιτάνε πως θα
κερδοσκοπήσουν, με τη μετατροπή των φυσικών πόρων σε χρηματιστηριακά
προϊόντα και με τις λεγόμενες «πράσινες τεχνολογίες».
Η κλιματική αλλαγή χρησιμοποιείται από τους αδίστακτους εμπνευστές
αυτής της νέας δυστοπίας ως πρόφαση για να προωθηθούν οι σχεδιασμοί
τους. Αυτό που παρατηρεί κανείς διαβάζοντας τις σχετικές δημοσιεύσεις
στην ιστοσελίδα της IEG είναι η έλλειψη μίας – έστω στοιχειώδους –
ανάλυσης που να συνδέει τα περιβαλλοντικά προβλήματα που επικαλείται η
σύμπραξη, με αυτό που ισχυρίζεται ότι θα αποτελέσει τη λύση τους.
Εντυπωσιάζει η προχειρότητα[26]
και η αφέλεια των κειμένων στα οποία υπάρχουν αναφορές σε
περιβαλλοντικά θέματα. Ο τρόπος που γίνεται η χρήση των σχετικών όρων
υποδηλώνει ότι αυτά γράφτηκαν από ανθρώπους που δεν έχουν ασχοληθεί με
το αντικείμενο ή που έχουν μία επιδερμική σχέση με αυτό, προσεγγίζοντας
το από τη σκοπιά του καθεστωτικού οικονομολόγου.
Συγκεκριμένα, στην ιστοσελίδα της IEG διαπιστώνεται ότι “η Φύση πέφτει σε παρακμή σε παγκόσμιο επίπεδο, σε επίπεδα που δεν έχουν προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία” και ότι “εκμεταλλευόμαστε τη Φύση με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από αυτούς που έχει για να ανανεωθεί”.
Στη συνέχεια δίνονται κάποια αριθμητικά στοιχεία για τη μείωση της
βιοποικιλότητας και γενικότερα για την κλιματική αλλαγή, όπως η
υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων του πλανήτη κατά 47%, η εξαφάνιση
ενός εκατομμυρίου ειδών ως το 2050, η μείωση της παγκόσμιας παραγωγής
τροφίμων κατά 23% λόγω της υποβάθμισης των εδαφικών οικοσυστημάτων, η
μείωση της ετήσιας ποσότητας των καλλιεργειών κατά 577 εκατομμύρια
δολάρια λόγω της εξαφάνισης των επικονιαστών, και ο αυξανόμενος κίνδυνος
των πλημμυρών και των τυφώνων, οι οποίοι σήμερα πλήττουν 100-300
εκατομμύρια ανθρώπους.
Ωστόσο, πουθενά δεν γίνεται αναφορά στη γενεσιουργό αιτία αυτών των φαινομένων.
Αναφέρονται απλά ως τα δεδομένα μίας υπαρκτής κατάστασης που έχει
προκύψει από παρθενογένεση, ως τα συμπτώματα μίας ακατανόμαστης
«ασθένειας», τα οποία θα υποχωρήσουν ή θα εξαλειφθούν με τη λήψη
οικονομικών μέτρων: “κάποιες εκτιμήσεις δείχνουν ότι απαιτούνται από
300 ως 400 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για τη διατήρηση και την
αποκατάσταση των οικοσυστημάτων. Ωστόσο, αυτά τα προγράμματα συντήρησης
λαμβάνουν μόνο 52 εκατομμύρια δολάρια, κυρίως από δημόσιες και
φιλανθρωπικές επιχορηγήσεις”.
Μάλιστα, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η κλιματική αλλαγή[27] θεωρούνται “αρνητικές εξωτερικότητες”, επειδή “μετακυλύουν τα κόστη από τους παραγωγούς αγαθών και υπηρεσιών στο ευρύτερο κοινό”.
Για την IEG η τεράστια απειλή που αποτελεί η κλιματική αλλαγή για την
ανθρωπότητα και τον πλανήτη είναι πρωτίστως ένα οικονομικό ζήτημα. Το αν
η αιτία αυτής της στάσης τους είναι η στενομυαλιά και η ηλιθιότητα τους
ή το γεγονός το ότι δεν τους συμφέρει να θίξουν την ουσία του
προβλήματος, είναι ένα δευτερεύον ζήτημα. Το πρωτεύον είναι ότι και στη
μία και στην άλλη περίπτωση και αυτοί και οι σχεδιασμοί τους είναι άκρως
επικίνδυνοι.
Τα ίδια παρατηρούνται και στις αναφορές στα κοινωνικά προβλήματα. Δεν
ξέρει κανείς αν η χρήση της ξύλινης γλώσσας που χρησιμοποιείται κατά
κόρον οφείλεται μόνο στην επιδίωξη να μην θιχτεί η ουσία του προβλήματος
ή και σε έλλειψη στοιχειωδώς συγκροτημένης σκέψης: “αντιμετωπίζουμε,
επίσης, αυξανόμενες κοινωνικές πιέσεις λόγω της άνισης οικονομικής
ανάπτυξης, λόγω της αυξανόμενης ανισότητας στο εισόδημα και στα
περιουσιακά στοιχεία και λόγω μίας οικονομίας που πάρα πολύ συχνά
κλυδωνίζεται από τη μία οικονομική κρίση στην άλλη”. Και εδώ δεν
γίνεται η παραμικρή αναφορά στην πραγματική αιτία αυτών των φαινομένων
και φυσικά δεν παραδέχονται ότι το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που
υπηρετούν είναι αυτό που γεννά και τροφοδοτεί αυτές τις κοινωνικές και
οικονομικές ανισότητες, την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο, την
εξαθλίωση ενός μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού και την
καταστροφή των οικοσυστημάτων του πλανήτη. Και από το προαναφερθέν
απόσπασμα και από τα συμφραζόμενα των σχετικών δημοσιεύσεων τους, είναι
φανερό ότι γι’ αυτούς στον καπιταλισμό η ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη
αποτελεί πρόβλημα μόνο από τη στιγμή που επιφέρει κοινωνικές εντάσεις.
Αυτό που πραγματικά τους απασχολεί και τους φοβίζει είναι οι συνεχόμενες
οικονομικές «κρίσεις» που δεν αφήνουν τον καπιταλισμό να βρει κάποιο
σημείο ισορροπίας και να σταθεροποιηθεί σε αυτό για ένα χρονικό διάστημα
ικανό για να ξεπεράσει προσωρινά τα δομικά του προβλήματα.
Η υποκρισία κορυφώνεται όταν κάποια στιγμή επιχειρείται να γίνει
σύνδεση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων (έστω και με τον
προσχηματικό τρόπο που αυτά παρουσιάζονται) με τις επιδιώξεις των
εμπνευστών της νέας δυστοπίας: “πολλά από τα βασικά κοινωνικά και
περιβαλλοντικά προβλήματα πηγάζουν απ’ ευθείας από την ελλιπή
πληροφόρηση που έχουμε για τα κόστη των παραγόμενων αγαθών και
υπηρεσιών, καθώς και από τον αποκλεισμό συγκεκριμένων περιουσιακών
στοιχείων (φυσικών, ανθρώπινων ή κοινωνικών) από τον πυρήνα της
οικονομίας”.
Στα μεταλλαγμένα μυαλά αυτών και των αφεντικών τους δεν υπάρχουν
αγαθά· αντιλαμβάνονται τα πάντα ως εμπόρευμα. Όλοι οι φυσικοί πόροι και
όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες θεωρούνται περιουσιακά στοιχεία που
πρέπει να ποσοτικοποιηθούν, να αποτιμηθούν και να εμπορευματοποιηθούν,
μέσω της εισαγωγής τους σε χρηματιστήρια αξιών. Αντιγράφοντας σχεδόν
κατά λέξη την παρουσίαση του προγράμματος WAVES της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2010, σημειώνουν ότι μέχρι σήμερα ο καπιταλισμός δεν το έχει πραγματοποιήσει: “το οικονομικό μας σύστημα έχει αποτύχει στη σωστή αναγνώριση και αποτίμηση του φυσικού, ανθρώπινου και κοινωνικού κεφαλαίου”. Οι προθέσεις και οι σχεδιασμοί τους να ελέγξουν τα πάντα, φτάνουν κυριολεκτικά μέχρι τον αέρα που αναπνέουμε:
“οφέλη όπως η παραγωγή οξυγόνου ή φρέσκου νερού που παράγονται από τη
φύση, δεν περιλαμβάνονται στο εγχώριο ακαθάριστο προϊόν και δεν παρέχουν
τα μέσα για την παραγωγή πλούτου”.
Στην ιστοσελίδα της IEG όλοι οι οικονομικοί, κοινωνικοί και
περιβαλλοντικοί παράγοντες που κλυδωνίζουν το καπιταλιστικό σύστημα
«τσουβαλιάζονται» κάτω από τον οικονομίστικο όρο “εξωτερικότητες”.
Η αδυναμία του να τους ελέγξει αποδίδεται στην ανεπάρκεια των πολιτικών
αντιμετώπισης τους μέχρι σήμερα ( φορολογία, ρυθμιστικοί κανόνες,
κρατικές ή ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, κλπ). Αυτές αποκαλούνται “ανακουφιστικά μέτρα” και “μπαλώματα”.
Ο πρώτος λόγος της ανεπάρκειας και εν τέλει της αποτυχίας τους εστιάζεται στο ότι “δεν παρέχουν επαρκείς πόρους για την αντιμετώπιση του μεγάλου μεγέθους των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων”. Με
άλλα λόγια, μας λένε ότι η κλιματική αλλαγή και οι κοινωνικές
ανισότητες μπορούν να αντιμετωπιστούν με χρηματοδοτήσεις και ότι η
πλουτοκρατία του πλανήτη χρειάζεται να βγάλει περισσότερα χρήματα για να
διαθέσει στην αντιμετώπιση τους, από τη χρηματιστικοποίηση όλων των
φυσικών πόρων του πλανήτη και όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που
συνδέονται με αυτούς.
Ο δεύτερος λόγος της εν λόγω ανεπάρκειας, όπως αναφέρεται στην
ιστοσελίδα της IEG, είναι μία πιστή αντιγραφή μίας διαπίστωσης της
Παγκόσμιας Τράπεζας στην παρουσίαση του προγράμματος WAVES το 2010 και σε μία έκθεση της το 2018. Σε αυτές αναφέρεται ότι οι οικονομικοί δείκτες δεν μπορούν να αποτιμήσουν με ακρίβεια “το πραγματικό κόστος των αγαθών και των υπηρεσιών”. Ποια είναι όμως αυτά τα αγαθά και οι υπηρεσίες; Αυτό διευκρινίζεται σε διάφορα σημεία της παρουσίασης του εγχειρήματος: “τα
φυσικά περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν τα φυσικά οικοσυστήματα που
παρέχουν καθαρό αέρα, νερό, τροφή, φάρμακα, ένα σταθερό κλίμα, ανθρώπινη
υγεία και ένα κοινωνιακό δυναμικό”. Θα αποτιμηθεί με ακρίβεια
ο,τιδήποτε μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή κέρδους και στη συσσώρευση
πλούτου, είτε άμεσα (π.χ. η εκμετάλλευση των πηγών νερού ενός βουνού από
μία ιδιωτική εταιρεία) είτε έμμεσα (στο προηγούμενο παράδειγμα η
εισαγωγή στο χρηματιστήριο τόσο αυτής της εταιρείας, όσο και του “φυσικού περιουσιακού στοιχείου” στο οποίο θα έχει δικαιώματα εκμετάλλευσης, δηλαδή των πηγών νερού).
Ακριβώς με αυτό το χαρακτηριστικό σχετίζεται ο τρίτος λόγος στον
οποίον αποδίδεται από τους εμπνευστές της νέας δυστοπίας η ανεπάρκεια
των σημερινών μέσων και πολιτικών διαχείρισης και εκμετάλλευσης των
φυσικών πόρων του πλανήτη: “δεν παράγουν πλούτο”.
Ο τέταρτος λόγος της ανεπάρκειας των μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενων
πολιτικών, από μόνος του θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις για τους
πραγματικούς στόχους όσων εμπλέκονται σε αυτό το εγχείρημα: “προκαλούν την ισχυρή αντίδραση αυτών στους οποίους επιβάλλονται οι φόροι και οι ρυθμίσεις”…
Σε κάποια σημεία της παρουσίασης του εγχειρήματος το πρόσχημα της “αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων” έχει λησμονηθεί. Οι συντάκτες του κειμένου κάνουν λόγο για ανάγκη “εξισορρόπησης του συστήματος”, για “επιδιόρθωση των αποτυχιών της αγοράς” και για “αντιμετώπιση των ζημιών που προκαλούν οι ρωγμές που έχει το οικονομικό μας σύστημα”, ομολογώντας
ποιοι είναι οι πραγματικοί τους στόχοι πίσω από τα περιβαλλοντικά
προσχήματα που επικαλούνται. Πιο κάτω θα επιχειρήσουμε να τους
εξειδικεύσουμε. Ας δούμε όμως πρώτα πώς ακριβώς πρόκειται να υλοποιηθεί
και να λειτουργήσει αυτό το δυστοπικό νεοφιλελεύθερο εγχείρημα.
Η υλοποίηση
Το πρώτο στάδιο της υλοποίησης του είναι ο εντοπισμός των οικοσυστημάτων που θα αποτελέσουν τα μελλοντικά “φυσικά περιουσιακά στοιχεία”.
Τη διαδικασία του εντοπισμού τους θα την αναλάβουν το Χρηματιστήριο της
Νέας Υόρκης (ή όποιο άλλο χρηματιστήριο συμμετέχει στο μέλλον στο
εγχείρημα) και τα κράτη, οι δήμοι ή οι ιδιώτες που στην παρούσα φάση
είναι οι ιδιοκτήτες τους.
Αυτό που η IEG ονομάζει “φυσικά περιουσιακά στοιχεία” είναι
δυνητικά το σύνολο των χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων του
πλανήτη. Αυτά διαχωρίζονται στα παρθένα ή απλώς προσβάσιμα από τον
άνθρωπο (δάση, ποτάμια, λίμνες, πηγές νερού, λιβάδια, υγροβιότοποι,
κοραλλιογενείς ύφαλοι, αστικά και περιαστικά πάρκα, κλπ), σε αυτά στα
οποία ήδη έχει αναπτυχθεί κάποιου είδους γεωργική ή κτηνοτροφική
δραστηριότητα (π.χ. καλλιέργειες, αγροκτήματα, κλπ), και σε περιοχές που
συνυπάρχουν οι δύο προηγούμενες κατηγορίες.
Το επόμενο στάδιο θα είναι η δημιουργία των λεγόμενων εταιρειών φυσικών περιουσιακών στοιχείων (“Natural Asset Companies”, NACs) από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και τους ιδιοκτήτες των λεγόμενων “φυσικών περιουσιακών στοιχείων”. Η IEG μας λέει πως ο βασικός σκοπός των εταιρειών φυσικών περιουσιακών στοιχείων θα είναι “η
μεγιστοποίηση της οικολογικής απόδοσης και της παραγωγής των υπηρεσιών
αυτών των οικοσυστημάτων, των οποίων έχουν τα δικαιώματα και την εξουσία
να τα διαχειρίζονται”. Η χρήση του όρου “οικολογική απόδοση”
δεν έχει να κάνει με κάποιες οικολογικές ανησυχίες των εμπνευστών του
εγχειρήματος. Όπως λένε και οι ίδιοι σε κάποιο επεξηγηματικό τους
σχόλιο, συνδέεται με την “παραγωγικότητα” των φυσικών οικοσυστημάτων, με άλλα λόγια συνδέεται με κερδοφορία για τους κατόχους – διαχειριστές τους.
Πλέον η κερδοφορία δεν θα περιορίζεται στην άμεση εκμετάλλευση των
προϊόντων τους, αλλά θα επεκταθεί και στη χρηματιστηριακή τους αξία. Το
προϊόν – εμπόρευμα θα είναι τα ίδια τα “φυσικά περιουσιακά στοιχεία”, δηλαδή η Φύση. Έτσι, φτάνουμε στο τρίτο στάδιο, που είναι η εισαγωγή αυτών των εταιρειών στο χρηματιστήριο. Στη
σημερινή συγκυρία θα εισαχθούν στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, και
στο μέλλον σε χρηματιστήρια κι άλλων χωρών, εφόσον το εγχείρημα
εξαπλωθεί.
Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της κίνησης αναφέρεται με σαφή τρόπο στην ιστοσελίδα της IEG: “η διευκόλυνση της μετατροπής του φυσικού πλούτου σε οικονομικό πλούτο”. Για όσους δεν το κατανόησαν, η ΙΕG το κάνει ακόμα πιο σαφές:
“η μετατροπή των φυσικών περιουσιακών στοιχείων σε οικονομικό κεφάλαιο
(γίνεται) προκειμένου να παρέχει στους ιδιοκτήτες τους έναν τρόπο για να
ωφεληθούν οικονομικά από την αξία τους”. Η χρηματιστηριακή αξία αυτού του κεφαλαίου θα υπολογίζεται με βάση την αξία των λεγόμενων “οικοσυστημικών υπηρεσιών” του ή και των “φυσικών περιουσιακών στοιχείων”
που θα κατέχει. Με άλλα λόγια, αν ένα ιδιωτικοποιημένο φυσικό
οικοσύστημα αποφέρει κέρδη για την εταιρεία που το κατέχει και το
ιδιοποιείται, θα ανέβει και η αξία αυτής της εταιρείας στο
χρηματιστήριο. Ήδη έχουν δημιουργηθεί κάποια συστήματα (μέθοδοι) αποτίμησης της αξίας αυτής (Ecosystem Service Valuation, ESV). Όλα τους είναι βασισμένα σε οικονομικά κριτήρια.
Ένα παράδειγμα του τι θα συμβεί στην πράξη είναι η μετατροπή ενός
δάσους που βρίσκεται κοντά σε κάποια πόλη σε περιαστικό πάρκο. Σε αυτήν
την περίπτωση, η ιδιωτική “εταιρεία φυσικών περιουσιακών στοιχείων” που
θα αναλάβει τη διαχείριση του θα βάλει εισιτήριο για να μπορεί κάποιος
να μπει σε αυτό, και θα αλλοιώσει ένα μέρος του για την κατασκευή
εγκαταστάσεων που συνδέονται με την εμπορική του εκμετάλλευση
(εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία, χώροι στάθμευσης, καζίνο, κλπ). Θα βάλει
και μερικά φωτοβολταϊκά, θα φυτέψει και μερικά λαχανικά οργανικής
καλλιέργειας και θα το παρουσιάσει ως υπόδειγμα «πράσινης ανάπτυξης». Αν
αυτή η εμπορική του εκμετάλλευση αποφέρει κέρδη, η αξία της μετοχής της
εταιρείας θα ανέβει. Δεν θα έχει σημασία που το παλιό παρθένο δάσος στο
οποίο όλοι είχαν ελεύθερη πρόσβαση δεν θα υπάρχει πια, που η πανίδα του
θα έχει εκτοπιστεί και που ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν θα μπορεί
να έχει πρόσβαση έστω και σε αυτό το τεχνητό πάρκο, απομεινάρι του
παλιού δάσους. Οι μεταλλαγμένοι μικροαστοί θα είναι χαρούμενοι που ήρθε
στον τόπο τους η «ανάπτυξη» και που το δάσος «αξιοποιήθηκε», έχοντας την
αυταπάτη ότι θα επωφεληθούν κι αυτοί από τη λεηλασία του και την
καταστροφή του.
Κάποια παρόμοια παραδείγματα εμπορευματοποίησης, με ίσως ακόμα πιο
σοβαρές επιπτώσεις για τα οικοσυστήματα και την ανθρώπινη ζωή, είναι η
μαζική εγκατάσταση ανεμογεννητριών στα βουνά, η ιδιωτικοποίηση των πηγών
νερού και γενικότερα των υδάτινων πόρων, η ενεργειακή λεηλασία με
ανεξέλεγκτες εξορύξεις, και πολλά ακόμα.
Η ιδιοκτησία των NACs μπορεί να αλλάξει με την εισαγωγή τους στο
χρηματιστήριο. Τότε, η πλειοψηφία των μετοχών τους εύκολα θα μπορεί να
περάσει στα χέρια του υπερεθνικού κεφαλαίου. Στην ιστοσελίδα της IEG
αναφέρονται ως δυνητικοί «επενδυτές», δηλαδή αγοραστές τους, ιδιώτες
(φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες), κρατικά ή ιδιωτικά ιδρύματα και
οργανισμοί, “θεσμικοί επενδυτές” και φυσικά τράπεζες και
χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Ένας από τους θεσμικούς επενδυτές που θα
μπορούσαν να αγοράσουν τις NACs είναι το “Επενδυτικό Ταμείο Συντάξεων της Ιαπωνίας[28] με αποθεματικό 1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια”. Κάποιοι άλλοι δυνητικοί αγοραστές είναι “επενδυτές που αποζητούν την ενίσχυση των χαρτοφυλακίων τους”.
Σε ένα άρθρο του ο Alex Ates Haywood
περιγράφει με απλά λόγια αυτήν τη διαδικασία λεηλασίας της Φύσης.
Μιλάει για το καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο έχει φτάσει σε
ένα κρίσιμο αδιέξοδο και σύντομα θα εξαντλήσει τα ήδη γνωστά ενεργειακά
κοιτάσματα του πλανήτη. Μιλάει συγκεκριμένα για το 10% των πιο πλούσιων
ανθρώπων στις ΗΠΑ, το οποίο κατέχει το 89% των μετοχών στο χρηματιστήριο
της χώρας αυτής και που “βλέποντας ότι κάποια στιγμή ο πλούτος τους
θα χαθεί λόγω της εξάντλησης των ορυκτών πόρων, έχει καταλήξει στον
τρόπο με τον οποίο θα χρηματιστικοποιήσουν όλους τους εναπομείναντες
φυσικούς πόρους στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του πόσιμου νερού, των
αγροκτημάτων, της αλιείας και των δασών”. Συνεχίζει, λέγοντας ότι για να το κατορθώσουν “θα
«αποκτήσουν» τα «δικαιώματα» αυτών των φυσικών πόρων (τα οποία θα τους
παραχωρηθούν από τις κυβερνήσεις που ελέγχουν μέσω διεφθαρμένων
πολιτικών), θα τους εισάγουν στο Χρηματιστήριο Αξιών της Νέας Υόρκης, θα
μαζέψουν τα χρήματα από τις συντάξεις και τις οικονομίες σου για τα
χρησιμοποιήσουν σε αυτό το εγχείρημα, και όταν η αξία των μετοχών
αυξηθεί, θα τις πουλήσουν για να αγοράσουν ένα μεγαλύτερο γιότ ή μία
έπαυλη. Μετά θα χρεώσουν μία προμήθεια διαχείρισης, για τον κόπο τους να
σου νοικιάσουν αυτούς τους πόρους, και θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα λεφτά
για να αποκτήσουν περισσότερους φυσικούς πόρους, επειδή σε κάθε
ριψοκίνδυνη εμπορική δραστηριότητα η επέκταση είναι επιβεβλημένη. Α, και
μετά θα αποκαλέσουν (αυτή τη δραστηριότητα) «πράσινη», «βιώσιμη», θα
πουν ότι συμβάλλει «στη διατήρηση (των φυσικών πόρων)» και άλλες τέτοιες
μαλακίες. Όχι, αυτό δεν είναι υπερβολή, ούτε είναι κάτι που θα συμβεί
στο μέλλον. Συμβαίνει τώρα”.
Στην ιστοσελίδα της IEG δίνεται με κυνικό τρόπο ένα παράδειγμα «αποτίμησης» των «υπηρεσιών» ενός “φυσικού περιουσιακού στοιχείου”.
Διαβάζοντας το γίνεται κατανοητή η εμμονή των αδίστακτων καπιταλιστικών
αρπακτικών να αποτιμήσουν και να νομισματοποιήσουν όλους τους φυσικούς
πόρους του πλανήτη: “στα τροπικά δάση του Ισημερινού, για παράδειγμα, υπάρχει πετρέλαιο αξίας 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων που κάθεται[29]
κάτω από αυτά τα δάση. Αυτό που δεν μπορούμε να πούμε είναι πόση είναι η
αξία που έχουν αυτά τα δάση. Πόσο αξίζει ένα τροπικό δάσος; Πόσο
αξίζουν οι υπηρεσίες που παρέχει αυτό το δάσος σε βάθος χρόνου; Αυτοί οι
αριθμοί δεν υπάρχουν ή υπάρχουν μόνο σε κάποιες ακαδημαϊκές μελέτες. 20
δισεκατομμύρια σε πετρέλαιο απέναντι στην άγνωστη αξία του δάσους και
του φυσικού κεφαλαίου που αυτό έχει. Είναι δύσκολο να παίρνουμε
αποφάσεις όταν γνωρίζουμε μόνο τα μισά στοιχεία”. Αν αποφασίσουν,
για παράδειγμα, να αποψιλώσουν αυτό το τροπικό δάσος, στου οποίου το
υπέδαφος υπάρχουν κοιτάσματα πετρελαίου, η χρηματιστηριακή αξία του θα
πέσει κάτω από αυτήν που θα έχει υπολογιστεί ότι έχει το κοίτασμα, έτσι
ώστε να δικαιολογηθεί η εξόρυξη του. Τότε, πράγματι “δεν θα είναι δύσκολο να παίρνονται αποφάσεις”…
Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό των προθέσεων των παγκόσμιων
εξουσιαστών. Δε θα διστάσουν να απομυζήσουν τα εναπομείναντα ενεργειακά
αποθέματα και τους φυσικούς πόρους του πλανήτη, αδιαφορώντας για τις
ανυπολόγιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που κάτι τέτοιο θα έχει για τη
ζωή σε αυτόν. Αν δεν υπάρξει μία ριζική αλλαγή πλεύσης, όλα δείχνουν ότι
έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον όποιο χρόνο παραμονής μάς
απομένει στον πλανήτη που βιάζουμε καθημερινά, μέχρι αυτός να μας δώσει
αυτό που τελικά αξίζουμε. Αυτή η αλλαγή πλεύσης φαντάζει εξαιρετικά
απίθανη, καθώς η εξουσία έχει προετοιμάσει το έδαφος έτσι ώστε οι
νεκροζώντανες ανθρώπινες μάζες να αποδεχτούν την πλήρη εμπορευματοποίηση
της φύσης και των ζωών τους ως κάτι φυσιολογικό. Σύντομα θα γίνει
πραγματικότητα αυτό που έλεγαν κάποτε χωρίς να τρομάζουν: «θα φτάσει η
στιγμή που θα πληρώνουμε για τον αέρα που θα αναπνέουμε». Βρισκόμενες σε
στάδιο προχωρημένης μετάλλαξης, οι διεφθαρμένες και χειραγωγημένες
ανθρώπινες μάζες είτε αδυνατούν, είτε αρνούνται να συλλάβουν και να
επεξεργαστούν, είτε αδιαφορούν για τα τεκταινόμενα στην ερεβώδη
πραγματικότητα που σχεδιάζεται ερήμην τους και με την ένοχη συναίνεση
τους, έχοντας τη ψευδαίσθηση ότι είναι προστατευμένες μέσα στην άλλη,
την τεχνητή – εικονική πραγματικότητα που βιώνουν.
Ωστόσο, οι σχεδιασμοί των ολιγαρχών δεν περιορίζονται στα τεράστια
οικονομικά οφέλη που προσδοκούν να αποκομίσουν από τη
χρηματιστηριοποίηση και τον απόλυτο έλεγχο των φυσικών πόρων του πλανήτη
και όλων των ανθρώπινων αναγκών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με
αυτούς. Επεκτείνονται στην εξάλειψη της έννοιας των κοινών αγαθών
και στην αντικατάσταση της από αυτήν του εμπορεύματος, του οποίου η
«αξία» θα υπολογίζεται στις χρηματιστηριακές αγορές. Αυτό το νόημα
επιχειρούν να προσδώσουν στην αντίληψη της Φύσης από τον άνθρωπο και στη
σχέση του με αυτήν, με στόχο τη μετάλλαξη της ίδιας της ανθρώπινης
ύπαρξης, αφού το εγχείρημα τους περιλαμβάνει και διέπει όλες τις
ανθρώπινες δραστηριότητες που άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με τη Φύση. Όπως σημειώνει ο Derek Royden, “με
έναν τραγικό τρόπο, (οι εταιρείες φυσικών περιουσιακών στοιχείων)
φαίνεται να προμηνύουν το τέλος των Κοινών, κάτι που ούτε οι απόλυτοι
μονάρχες δεν μπόρεσαν να κάνουν”.
Εκτός από το κέρδος, ο απώτερος στόχος των εμπνευστών του δυστοπικού
ολοκληρωτισμού είναι η επανοηματοδότηση όλων των εκφάνσεων της ζωής, η
μετατροπή τους σε προϊόντα – εμπορεύματα και ο απόλυτος έλεγχος τους από
τους σύγχρονους φεουδάρχες. Ουσιαστικά οι τελευταίες εξελίξεις
σηματοδοτούν το τέλος της φύσης και της ζωής όπως τις γνωρίζαμε και ίσως
την αρχή του τέλους της φύσης και της ζωής γενικότερα. Σε κάποιες
φάσεις της ιστορίας του ο άνθρωπος έδειξε ότι μπορεί να είναι ένα
λογικό, κοινωνικό ον με αίσθηση της συλλογικότητας και με επίγνωση ότι
είναι μέρος του φυσικού του περιβάλλοντος που τον γέννησε. Ο μετάνθρωπος
στον οποίο σταδιακά μεταλλάσσεται δείχνει να είναι ένα άλογο,
ναρκισσιστικό και αδηφάγο είδος, που είναι αποκομμένο από το φυσικό του
περιβάλλον και επομένως δεν το σέβεται ούτε στο ελάχιστο. Έχοντας
επιλέξει να πορευτεί με ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που είναι ο
ολετήρας του, διαπράττει τη μεγαλύτερη «ύβριν» στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, σύντομα θα επέλθει η «νέμεσις». Όλα δείχνουν ότι αυτή θα είναι πολύ πιο ολέθρια από τη διαπραττόμενη «ύβριν».
Mία περίληψη του κειμένου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
[1] Αυτοπαρουσιάζεται
ως “δεξαμενή σκέψης” (“think tank”) αλλά στην ουσία είναι ένα
εξωθεσμικό όργανο άσκησης πολιτικής. Πρόκειται για ένα κλειστό club που
αποτελείται από μέλη βασιλικών οικογενειών, μεγαλοκαπιταλιστές και
ολιγάρχες, ανώτερους διαχειριστές πολιτικής εξουσίας, αστούς
οικονομολόγους και επιστήμονες, καθώς και άλλους υψηλόβαθμους
παρατρεχάμενους και παρακοιμώμενους των παγκόσμιων εξουσιαστών.
[2] Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ήδη από τη δεκαετία του ’70 οι ίδιοι οι
θιασώτες του καπιταλισμού είχαν προβλέψει το οικολογικό αδιέξοδο στο
οποίο θα οδηγούσε η καπιταλιστική ανάπτυξη. Βέβαια, επειδή δεν ήταν
δυνατό να αυτο-ακυρωθούν, καταγγέλλοντας το κοινωνικό και οικονομικό
σύστημα που τους έθρεφε, επιχείρησαν να κρατήσουν «και την πίτα γεμάτη
και τον σκύλο χορτάτο», δηλαδή και καπιταλισμό και «βιώσιμη ανάπτυξη».
[3] Ως γνωστόν το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ
είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της, η έδρα της βρίσκεται στην Washington, ο
πρόεδρος της πρέπει να είναι πολίτης των ΗΠΑ τον οποίο επιλέγει ο
πρόεδρος των ΗΠΑ.
[4] Αυτή η τελευταία έχει διάφορα παρακλάδια, τα οποία είναι γνωστά με όρους όπως “πράσινος καπιταλισμός”, “περιβαλλοντισμός της ελεύθερης αγοράς”, “οικοφασισμός”, κλπ
[5]
Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον σήμερα από ιδιωτικές εταιρείες,
κρατικούς φορείς και τον συρφετό των «περιβαλλοντικών» οργανώσεων. Ο
στόχος τους είναι να αποπροσανατολίσουν για τα αίτια της κλιματικής
αλλαγής και να δημιουργήσουν τη ψευδαίσθηση ότι η οικολογική κατάρρευση
μπορεί να αποφευχθεί με τη συνέχιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αρκεί
αυτή η τελευταία να είναι «πράσινη», επομένως «βιώσιμη». Τα επόμενα
χρόνια θα βιώσουμε το αποκορύφωμα της προπαγάνδας περί «βιώσιμης
ανάπτυξης».
[6]
Το έχουμε πει πολλές φορές: την ίδια στιγμή που οι «από πάνω» και οι
διάφοροι παρατρεχάμενοι τους προσπαθούν να μας πείσουν για την
περιττότητα της οργάνωσης, οι ίδιοι είναι πολύ καλά οργανωμένοι και ενώ
εμφανίζονται να έχουν έριδες, όταν προασπίζονται τα συμφέροντα τους
παρουσιάζονται ενωμένοι και δε δυσκολεύονται να συντονίσουν τις κινήσεις
τους μέσα από τα πολλά όργανα τους.
[7]
Στο πρωτότυπο κείμενο έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος “sustain”, ως
αντιπαραβολή στον όρο “sustainability” (βιωσιμότητα) που χρησιμοποιήθηκε
πιο πάνω.
[8] Στο δημοσιευμένο από τον ίδιο βιογραφικό του παραλείπεται η θητεία του στη Greenpeace. Aντίθετα, αναφέρεται στην ιστοσελίδα της IEG.
[9] Ένας από τους εταίρους
(βλ. υποκαταστήματα) της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ιδρύθηκε το 1982 με
κεφάλαια του Ιδρύματος MacArthur. Δηλώνει «μη κερδοσκοπική» οργάνωση,
αλλά λαμβάνει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο
από υπερεθνικούς οργανισμούς, κρατικούς φορείς και ιδιωτικές εταιρείες
και ιδρύματα. Οι κύριοι χρηματοδότες του είναι τα ιδρύματα Gates, Bezos,
Rockefeller, MacArthur,
Moore, Bloomberg, Ford και Wallmart, η Παγκόσμια Τράπεζα, κρατικοί
οργανισμοί των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Νορβηγίας, της Δανίας και
της Ολλανδίας, καθώς και μία πλειάδα εταιρειών (Facebook, Google, HSBC,
FedEx, IKEA, Microsoft, κ.ά.). Το 2017 τα ετήσια έσοδα του ήταν 86,5 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2019 έφτασαν τα 160 εκατομμύρια δολάρια.
[10] Ένα από τα πολλά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας (βλ. πιο κάτω).
[11]
Εταιρεία οικονομικών-επενδυτικών υπηρεσιών που ιδρύθηκε από τον πρώην
αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Al Gore και το υψηλόβαθμο στέλεχος της Goldman
Sachs, David Blood.
[12] Natural assets στο αρχικό κείμενο.
[13] Ένα από τα πολλά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας (βλ. πιο κάτω).
[14]
Εταιρεία οικονομικών-επενδυτικών υπηρεσιών που ιδρύθηκε από τον πρώην
αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Al Gore και το υψηλόβαθμο στέλεχος της Goldman
Sachs, David Blood.
[15] Η αποτίμηση των οικοσυστημάτων της Κόστα Ρικα άρχισε το 2017. Στην ιστοσελίδα της IEG αναφέρεται
ότι η εταιρεία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την (νεοφιλελεύθερη)
κυβέρνηση της χώρας για τη δημιουργία μίας εταιρείας φυσικών
περιουσιακών στοιχείων (NAC). Ανάλογες δηλώσεις έχει κάνει η (εξίσου νεοφιλελεύθερη) υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Όπως θα δούμε πιο κάτω, αυτό το Υπουργείο περιλαμβάνεται στους εταίρους (συνεργάτες) της σύμπραξης.
[16] Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε “assetization” από πολλούς (1, 2). Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου των Kean Birch και Fabian Muniesa (1, 2, 3).
[17]
Άλλη μία σύμπραξη καπιταλιστών. Πρόκειται για 1.000 εταιρείες-κολοσσοί
από όλον τον κόσμο, με ετήσιο κύκλο εργασιών (τζίρο) πάνω από 5
δισεκατομμύρια δολάρια.
[18]
Με πρωτοπόρο την WWF. Πιο κάτω θα εξετάσουμε τον ρόλο αυτής της
οργάνωσης σε αυτήν την τελευταία φάση της
εμπορευματοποίησης-χρηματιστικοποίησης της φύσης.
[19] Πιο κάτω κατονομάζει τη WWF, λέγοντας ότι “εδώ και δεκαετίες συμμετέχει στην καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων”.
[20]
Ένα από τα όργανα συντονισμού των κινήσεων των παγκόσμιων εξουσιαστών.
Πρόκειται για ένα συμβούλιο των επικεφαλής των διαχειριστών της
πολιτικής και οικονομικής εξουσίας (αρχηγοί κρατών, διοικητές κεντρικών
τραπεζών και υπουργοί οικονομικών) των 19 κρατών με τις μεγαλύτερες
οικονομίες και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[21] Από το 2017 είναι ένας από τους βασικούς οικονομικούς συνεργάτες της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ας συγκρατήσουμε αυτήν την πληροφορία για τη συμμετοχή του
συγκεκριμένου Ταμείου σε αυτήν τη σύμπραξη. Θα τη συναντήσουμε αργότερα.
[22] Η αντίστοιχη της Διαμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης, στην Ασία.
[23] Θυμίζουμε ότι η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης είναι ένας από τους τρεις βασικούς εταίρους της IEG.
[24] Ένας από τους δευτερεύοντες “συνεργάτες” της εταιρείας.
[25] Απ’ ότι φαίνεται αυτά δεν γίνονται μόνο στην περιφέρεια του καπιταλισμού…
[26] Η προχειρότητα και η έλλειψη επιμέλειας είναι σαφείς σε σχεδόν όλα τα κείμενα των δημοσιεύσεων της ιστοσελίδας της IEG.
[27]
Ενδεικτικός της προχειρότητας και της επιφανειακότητας της προσέγγισης
της IEG στα περιβαλλοντικά ζητήματα είναι ο τρόπος που γίνεται χρήση
στην ίδια πρόταση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και του
αποτελέσματος μίας επιμέρους ανθρώπινης δραστηριότητας που συμβάλλει σε
αυτό: “αρνητικές εξωτερικότητες όπως η ρύπανση και η κλιματική αλλαγή μετακυλύουν τα κόστη…».
[28] Όπως είδαμε πιο πριν, το 2021 το Επενδυτικό Ταμείο Συντάξεων της Ιαπωνίας συμμετείχε στη δημιουργία της “country platform” της Ινδίας. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η αναφορά της IEG σε αυτό, ως μελλοντικό «επενδυτή», δηλαδή μέτοχο κάποιας “εταιρείας φυσικών περιουσιακών στοιχείων”. Εξάλλου, το συγκεκριμένο Ταμείο από το 2017 είναι ένας από τους βασικούς οικονομικούς συνεργάτες της Παγκόσμιας Τράπεζας.
[29] Η χρήση του όρου “κάθεται” (“sitting”) στο πρωτότυπο κείμενο είναι ενδεικτική των σχεδίων των εμπνευστών της νέας δυστοπίας.
https://theindependentresearchers.wordpress.com/2022/05/27/natural-assets/