23 Σεπτεμβρίου 2008, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στο Καλλιμάρμαρο. Συναυλία του ΣΚΑΙ και του ΜΕΛΩΔΙΑ για τα δάση. Δεκαπέντε τραγουδιστές, ανάμεσά τους κι ο Μητροπάνος. Χαμένος για περισσότερα από δύο τρία χρόνια, νοσοκομεία, Ελλάδα, Παρίσι, μεταμόσχευση νεφρού, και πολλές φήμες. Κακές φήμες. Με συστολή και φόβο του προτείνω να συμμετάσχει. Να βγει να τραγουδήσει. Θέλει. Σαν καλό νέο που απλώνεται από στόμα σε στόμα, τον περιμένουν όλοι. Βγαίνει λίγο πριν το τέλος παρέα με τον Θάνο Μικρούτσικο και ξεκινάει η Ρόζα. Μία βουή, σαν σεισμός που ξυπνάει, άρχισε να απλώνεται σε όλο το Στάδιο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε φουντώσει σε έναν ενθουσιώδη πανηγυρισμό. Ήταν Ανάσταση! Το λέω μετά λόγου γνώσεως. Ήταν Ανάσταση μπροστά στα μάτια μας. Από τις ελάχιστες τόσο έντονες και φορτισμένες στιγμές που έχω ζήσει σε αυτό το υπέροχο ταξίδι του ελληνικού τραγουδιού. Πίσω από την σκηνή οι δύο μικρές του κόρες, ψύχραιμες θα έλεγα, δεν έβλεπαν τον μεγάλο ερμηνευτή αλλά τον πατέρα τους, περιμένοντάς τον να τελειώσει και να πάνε σπίτι. Κάθομαι δίπλα τους. Η Χαρούλα Αλεξίου ανεβαίνει την ράμπα, με αγκαλιάζει και κλαίει. Ύστερα, κατεβαίνει και τον περιμένει κι εκείνη, σαν μικρή θαυμάστρια, πίσω στα καμαρίνια να του δώσει ένα φιλί.
Πραγματικά δεν ξέρω πόσοι αξιώθηκαν τέτοια αγάπη, εν ζωή, από συναδέλφους τους. Δεν λέω για την αγάπη του κόσμου, τι να πω; Λέω για εκείνο το “ό,τι θέλει ο Μήτσος” που ήταν σαν διαταγή για όλους μας.
Έφυγε όταν ημέρεψαν οι κακές φήμες. Όταν όλο το κακό φάνταζε σαν μια μακρινή περιπέτεια που τελείωσε.
Ο Μήτσος. Ο “χρεωμένος” σε ένα άλλο λαϊκό τραγούδι από αυτό που αγάπησα, αλλά και ο Μήτσος του Μούτση, του Ελευθερίου, του Μίκη, του Παπαδόπουλου, του Τόκα, του Μικρούτσικου, του Αλκαίου. Ο Μήτσος του “αλίμονο” που μόνο από εκείνον θα μπορούσα να το ακούσω.
Ευτυχής που είπε μερικά τραγουδάκια μου, περισσότερο τυχερός που τον γνώρισα και είπαμε και δύο κουβέντες εκτός δουλειάς. Και ναι, το κενό θα μείνει κενό. Χάσμα. Το λαϊκό του ένστικτο εξαφανίζεται σιγά σιγά από τις συλλογικές μας σταθερές.
Να αντέξουν οι κορούλες του και η Βένια. Και μόνο περήφανες να αισθάνονται. Για όλον τον αγώνα τόσα χρόνια, για όλα εκείνα τα καλά που θα ακούν για τον δικό τους άνθρωπο και θα είναι όλα αλήθεια.
Πραγματικά δεν ξέρω πόσοι αξιώθηκαν τέτοια αγάπη, εν ζωή, από συναδέλφους τους. Δεν λέω για την αγάπη του κόσμου, τι να πω; Λέω για εκείνο το “ό,τι θέλει ο Μήτσος” που ήταν σαν διαταγή για όλους μας.
Έφυγε όταν ημέρεψαν οι κακές φήμες. Όταν όλο το κακό φάνταζε σαν μια μακρινή περιπέτεια που τελείωσε.
Ο Μήτσος. Ο “χρεωμένος” σε ένα άλλο λαϊκό τραγούδι από αυτό που αγάπησα, αλλά και ο Μήτσος του Μούτση, του Ελευθερίου, του Μίκη, του Παπαδόπουλου, του Τόκα, του Μικρούτσικου, του Αλκαίου. Ο Μήτσος του “αλίμονο” που μόνο από εκείνον θα μπορούσα να το ακούσω.
Ευτυχής που είπε μερικά τραγουδάκια μου, περισσότερο τυχερός που τον γνώρισα και είπαμε και δύο κουβέντες εκτός δουλειάς. Και ναι, το κενό θα μείνει κενό. Χάσμα. Το λαϊκό του ένστικτο εξαφανίζεται σιγά σιγά από τις συλλογικές μας σταθερές.
Να αντέξουν οι κορούλες του και η Βένια. Και μόνο περήφανες να αισθάνονται. Για όλον τον αγώνα τόσα χρόνια, για όλα εκείνα τα καλά που θα ακούν για τον δικό τους άνθρωπο και θα είναι όλα αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου