Γαμώ την τρέλα μου με τις 'θυσίες του ελληνικού λαού' που μας κοπανάτε 5 χρόνια τώρα. Ποιες θυσίες, ρε σεις; Ποιες θυσίες που ούτε τον ορισμό της λέξης δεν ξέρετε; Ανοίξτε κάνα λεξικό, κλικάρετε κάναν Μπαμπινιώτη, ρωτήστε καμιά Ιφιγένεια μπας και ξεστραβωθείτε.
Η 'θυσία', πουλάκια μου αναλφάβητα, είναι οικειοθελής. Οι-κει-ο-θε-λής! Δηλαδή, θέλω – ΘΕΛΩ, λέμε – να προσφέρω κάτι: Κάτι που θα μου λείψει, κάτι που χρειάζομαι, κάτι που αγαπώ, κάτι που το πονάω. Το θυσιάζω με πόνο ψυχής - κι αυτό είναι επιλογή μου: ΜΟΥ. Όχι. ΣΟΥ. Θυσία με το πιστόλι στον κρόταφο δεν υφίσταται.
Οι αρχαίοι ημών σφάζανε στο βωμό μοσχάρι, γιατί θέλανε να το σφάξουνε. Θα μου πεις δεν ήθελε το μοσχάρι. Σωστό κι αυτό – αφού ως μοσχάρια μας αντιμετωπίζουν.
Να σας το κάνω λιανά – που έχετε κάνει την ελληνική γλώσσα σφουγγαρόπανο. Για να μιλήσετε για την δική μου τη θυσία – πρέπει πρώτα να έχετε πάρει την άδεια μου. Πρέπει πρώτα να με έχετε ρωτήσει αν θέλω κι εγώ να δεχτώ. Τότε και μόνον τότε είναι θυσία. Αλλιώς είναι βία κι εξαναγκασμός.
Για να είναι θυσία, πρέπει να έχει διεξαχθεί ο έξης διάλογος ανάμεσα σε κυβέρνηση και πολίτη:
- Τούλα, δεν πάμε καλά.
- Το πρόσεξα.
- Δε βγαίνω μάναμ. Θα το κλείσω το μαγαζί.
- Μπαίνετε μέσα, ε;
- Τι το' θελες κι εσύ το 4Χ4 το 2005, ρε Τούλα;
- Δεν ήξερα...
- Δεν ήξερες, δεν ρώταγες;
- Ρώταγα η καψερή αλλά μου λέγατε ψέματα.
- Ψέματα εμείς;
- Οι πρωθυπουργοί. Ο κυρ Κώστας εκείθε στα πευκάκια κι ο κυρ Γιώργος ολούθε κατά τη ρεματιά. Με φλομώσαν τα μανάρια μου.
- Ε καλά, κι αν καταστρέψαμε μια χώρα μην το κάνεις ζήτημα, νερό κι αλάτι μωρέ.
- Αλίμονο!
- Εσύ όμως, τώρα πρέπει να κάνεις μια θυσία.
- Μόνο μια;
- Κατ' αρχάς, θα σου φορολογήσουμε το διαμέρισμα δέκα φορές πάνω απ' την αξία του.
- Με κακομαθαίνετε!
- Η οποία αξία του θα πέσει στα Τάρταρα.
- Εμ, μισές δουλειές θα κάνουμε;
- Δεύτερον, θα πρέπει να σε απολύσουμε.
- Ουάου!
- Σόρι ρε Τούλα.
- Μην το ξαναπείς. Ευκαιρία να επιβλέπω προσωπικά το pool boy γιατί μου 'χει κάνει την ολυμπιακών διαστάσεων σύσκατη.
- Το γεγονός ότι θα είσαι απολυμένη δεν σημαίνει πως θα σκαπουλάρεις τους φόρους. Διπλά θα μας τα σκάσεις!
- Τι καλά, και νόμιζα πως δεν θα μου το ζητήσετε ποτέ!
- Πάμε τώρα στην επόμενη θυσία...
- Αχ, ωραία ίσα που ζεσταθήκαμε.
- Σε πειράζει το παιδί σου να είναι άνεργο;
- Αλίμονο, γιατί το σπούδασα τόσα χρόνια; Για να κάνει πλούσιους τους εσπρεσάδες και τους καπουτσινάδες της γειτονιάς.
- Αν έχει διδακτορικό, να στον βάλω ντελιβερά στα γυρόπιτα;
- Μη σας βάζω σε κόπο.
- Και τη κόρη η βιολόγος, με κονσομασιόν βολεύεται;
- Μας σκλαβώνετε!
- Τώρα αν δεν μπορέσεις να πληρώσεις και σου πάρουμε το σπίτι, μην το πάρεις προσωπικά!
- Είμ' εγώ τέτοιος άνθρωπος;
- Θα σου αφήσουμε μια κουβέρτα για να κοιμάσαι στο παγκάκι.
- Σας βάζω σε έξοδα.
- Δίνουμε παροχές εμείς, όχι αστεία!
- Βασίλισσα μ' έχετε!
- Κι ό,τι άλλο χρειαστείτε, μη διστάσετε.
- Γεια σου, ρε Τούλα λεβεντιά!
- Καμιά χρεοκοπία, καμιά απελπισία, καμιά αυτοκτονία – εδώ είμαι εγώ!
- Λοιπόν, παίρνω τη θυσία σου και να πηγαίνω σιγά σιγά...
- Να σας δανείσω και για το ταξί...
- Νοου πρόμπλεμ.
- Μα πως θα φύγετε;
- Νύχτα, Τούλα μου! Θα φύγουμε νύχτα!
ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ»
Η 'θυσία', πουλάκια μου αναλφάβητα, είναι οικειοθελής. Οι-κει-ο-θε-λής! Δηλαδή, θέλω – ΘΕΛΩ, λέμε – να προσφέρω κάτι: Κάτι που θα μου λείψει, κάτι που χρειάζομαι, κάτι που αγαπώ, κάτι που το πονάω. Το θυσιάζω με πόνο ψυχής - κι αυτό είναι επιλογή μου: ΜΟΥ. Όχι. ΣΟΥ. Θυσία με το πιστόλι στον κρόταφο δεν υφίσταται.
Οι αρχαίοι ημών σφάζανε στο βωμό μοσχάρι, γιατί θέλανε να το σφάξουνε. Θα μου πεις δεν ήθελε το μοσχάρι. Σωστό κι αυτό – αφού ως μοσχάρια μας αντιμετωπίζουν.
Να σας το κάνω λιανά – που έχετε κάνει την ελληνική γλώσσα σφουγγαρόπανο. Για να μιλήσετε για την δική μου τη θυσία – πρέπει πρώτα να έχετε πάρει την άδεια μου. Πρέπει πρώτα να με έχετε ρωτήσει αν θέλω κι εγώ να δεχτώ. Τότε και μόνον τότε είναι θυσία. Αλλιώς είναι βία κι εξαναγκασμός.
Για να είναι θυσία, πρέπει να έχει διεξαχθεί ο έξης διάλογος ανάμεσα σε κυβέρνηση και πολίτη:
- Τούλα, δεν πάμε καλά.
- Το πρόσεξα.
- Δε βγαίνω μάναμ. Θα το κλείσω το μαγαζί.
- Μπαίνετε μέσα, ε;
- Τι το' θελες κι εσύ το 4Χ4 το 2005, ρε Τούλα;
- Δεν ήξερα...
- Δεν ήξερες, δεν ρώταγες;
- Ρώταγα η καψερή αλλά μου λέγατε ψέματα.
- Ψέματα εμείς;
- Οι πρωθυπουργοί. Ο κυρ Κώστας εκείθε στα πευκάκια κι ο κυρ Γιώργος ολούθε κατά τη ρεματιά. Με φλομώσαν τα μανάρια μου.
- Ε καλά, κι αν καταστρέψαμε μια χώρα μην το κάνεις ζήτημα, νερό κι αλάτι μωρέ.
- Αλίμονο!
- Εσύ όμως, τώρα πρέπει να κάνεις μια θυσία.
- Μόνο μια;
- Κατ' αρχάς, θα σου φορολογήσουμε το διαμέρισμα δέκα φορές πάνω απ' την αξία του.
- Με κακομαθαίνετε!
- Η οποία αξία του θα πέσει στα Τάρταρα.
- Εμ, μισές δουλειές θα κάνουμε;
- Δεύτερον, θα πρέπει να σε απολύσουμε.
- Ουάου!
- Σόρι ρε Τούλα.
- Μην το ξαναπείς. Ευκαιρία να επιβλέπω προσωπικά το pool boy γιατί μου 'χει κάνει την ολυμπιακών διαστάσεων σύσκατη.
- Το γεγονός ότι θα είσαι απολυμένη δεν σημαίνει πως θα σκαπουλάρεις τους φόρους. Διπλά θα μας τα σκάσεις!
- Τι καλά, και νόμιζα πως δεν θα μου το ζητήσετε ποτέ!
- Πάμε τώρα στην επόμενη θυσία...
- Αχ, ωραία ίσα που ζεσταθήκαμε.
- Σε πειράζει το παιδί σου να είναι άνεργο;
- Αλίμονο, γιατί το σπούδασα τόσα χρόνια; Για να κάνει πλούσιους τους εσπρεσάδες και τους καπουτσινάδες της γειτονιάς.
- Αν έχει διδακτορικό, να στον βάλω ντελιβερά στα γυρόπιτα;
- Μη σας βάζω σε κόπο.
- Και τη κόρη η βιολόγος, με κονσομασιόν βολεύεται;
- Μας σκλαβώνετε!
- Τώρα αν δεν μπορέσεις να πληρώσεις και σου πάρουμε το σπίτι, μην το πάρεις προσωπικά!
- Είμ' εγώ τέτοιος άνθρωπος;
- Θα σου αφήσουμε μια κουβέρτα για να κοιμάσαι στο παγκάκι.
- Σας βάζω σε έξοδα.
- Δίνουμε παροχές εμείς, όχι αστεία!
- Βασίλισσα μ' έχετε!
- Κι ό,τι άλλο χρειαστείτε, μη διστάσετε.
- Γεια σου, ρε Τούλα λεβεντιά!
- Καμιά χρεοκοπία, καμιά απελπισία, καμιά αυτοκτονία – εδώ είμαι εγώ!
- Λοιπόν, παίρνω τη θυσία σου και να πηγαίνω σιγά σιγά...
- Να σας δανείσω και για το ταξί...
- Νοου πρόμπλεμ.
- Μα πως θα φύγετε;
- Νύχτα, Τούλα μου! Θα φύγουμε νύχτα!
ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου