Ανεβαίνεις καμιά κατοστή μεγάλα σκαλοπάτια και βγαίνεις στην επάνω γειτονιά. Κόβεις δρόμο, λέει. Εγώ κόβω μέρες από τη ζωή μου όποτε το κάνω. Σε κάτι τέτοιες σκάλες θα μείνω ξερός μια μέρα. Τρεις στάσεις και τρία τσιγάρα έκανα μέχρι να τ’ ανέβω.
Ένας με κοίταζε. Καθόταν στο πρώτο σκαλί. Γύρω στα 25 ήταν. Ρούχα, ό,τι να ‘ναι. Πετσί και κόκαλο. Χλωμός όσο δεν πάει άλλο. Ούτε με κοιτούσε. Από μέσα μου περνούσε το βλέμμα του και κάπου πήγαινε.
Στο ένα χέρι του κρατούσε ένα κουλούρι και στο άλλο μια ντομάτα. Μια δαγκωνιά στο ένα, μια στο άλλο. Εγώ κάπνιζα.
Ύστερα πήγα στο μπακάλικο που ήταν ακριβώς δίπλα. Ρώτησα τη χοντρή με τα λουλακί μαλλιά, αν ήξερε το παλικάρι που καθόταν έξω. Ένα «τσου» μόνο έκανε. Ούτε νοιάστηκε να τον ρωτήσει.
Έβαλα πέντε πράγματα σε μια σακούλα και του τα πήγα. Μπορεί και να έκανα χοντράδα. Να παρεξηγιόταν ο άνθρωπος και να μου τα έχωνε, αλλά το πολύ – πολύ να τα κρατούσα για μένα.
Του τα έδωσα χωρίς κουβέντα. Με κοίταξε. Κομμάτια έγινα. Τα πήρε και μου είπε «ευχαριστώ πολύ». Δυνατά και καθαρά. Χωρίς ντροπές. Η συνειδητοποίηση της πείνας. Η καθαρή ομολογία της ανέχειας, πρώτα στον εαυτό σου.
Τον ρώτησα που κοιμάται. Είπε «συνήθως στην πλατεία» αλλά κι όπου αλλού έβρισκε. Τον παρακάλεσα να περιμένει. Δυο κουβέρτες κι ένα sleeping bag μέσα σ’ ένα μεγάλο σάκο πλάτης που σάπιζε από την αχρηστία, μέσα σε μια ντουλάπα.
Του τα πήγα. Σηκώθηκε όρθιος για να τα πάρει. Συνεννοηθήκαμε χωρίς οίκτους και μαλακίες. Με τα μάτια. Τον βοήθησα να φορτωθεί το σάκο κι έφυγε. Μου είπε «γεια κι ευχαριστώ πολύ». Του είπα «τα λέμε».
Δεν είμαι καλός άνθρωπος. Καθόλου καλός. Τους πνευματικούς νόμους σκέφτηκα. Κι ελπίζω να λειτουργήσουν όταν χρειαστώ λίγο φαΐ και μια κουβέρτα. Για μένα το έκανα. Για να μην έχω να μετανιώνω στα κρύα.
http://kartesios.com/?p=66786
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου