Χτες ήτανε μια πολύ ωραία Κυριακή. Ανοιξιάτικη. Πήρα την οικογένεια και κάναμε μια πολύ ωραία εκδρομή. Αλωνίσαμε το νησί από πάνω ως κάτω. Είχαμε πολύ καιρό να βγούμε να ξεσκάσουμε, όλο το χειμώνα μέσα στο σπίτι τον φάγαμε, ούτε να πάμε σε μια ταβέρνα μια Κυριακή μεσημέρι δεν βγήκαμε ποτέ, κι έτσι, ευκαιρίας δοθείσης με το κόμμα εχτές, το προγραμματίσαμε, καιρού επιτρέποντος είχαμε πει βέβαια, αλλιώς θα πηγαίναμε μονάχα στο εκλογικό κέντρο της πόλης, αλλά μόλις είδαμε την πρωινή λιακάδα, το κάναμε πράξη το σχέδιο και περάσαμε ζάχαρη παρόλο το έξοδο. Βέβαια σε ταβέρνα πάλι δεν πήγαμε, ένεκα το έξοδο ήτανε πολύ μεγάλο, βενζίνες και τόσα δίευρα, ένα εγώ και ένα η κυρά, σύνολο τέσσερα ευρώπουλα σε κάθε εκλογικό τμήμα, επί οχτώ φορές που ψηφίσαμε, γενικόν σύνολον δεκάξι ευρώ έκαστος, τριάντα δύο οικογενειακώς, μόνο για το κόμμα, και δίχως απόδειξη, βάλε και τις βενζίνες κι από ένα καφέ και δυο γαριδάκια με κοκακόλες που πήρανε τα τέκνα στην πλατεία του Πυργιού σαν κάτσαμε να ξαποστάσουμε και να ξεπιαστούνε τα οπίσθιά μας, πάει το πενηντάρικο.
Δεν πειράζει, επένδυση κάναμε. Όποιος σταθεί Μπάμπη μου κοντά στο κόμμα και στον νέο του αρχηγό δεν θα χάσει, έτσι μου είχε πει τηλεφωνικώς αλλά και προσωπικώς ο Μιχάλης. Δίπλα στο βουλευτή τόσα χρόνια βολοδέρνει, κάτι ξέρει παραπάνω από μένα στα σίγουρα, δέκα δέκα μου το ‘πε και εμπιστευτικά, Μπάμπη, μου ‘πε, μην ακούς αυτά που λένε για μειώσεις στο μισθό και κουραφέξαλα, εσύ την πατρίδα να χεις στο νου σου, την πατρίδα και το κόμμα, ποιος σε έβαλε στη δουλειά πριν δέκα χρόνια, αυτό μονάχα να θυμάσαι και να πας να ψηφίσεις όσο πιο πολλές φορές μπορείς τον αρχηγό την Κυριακή, να καταγραφτεί το όνομά σου στους καταλόγους διότι έρχονται απολύσεις μετά τις εκλογές και ξέρεις ποιοι θα απολυθούνε από το Δήμο μας εδώ ε, μη μου πεις ύστερα πως δε ε προειδοποίησα, έτσι; Έτσι μου πε ο Μιχαλάκης, ο Θεός να το χει γερό κι ασκόνταφτο το παλικάρι, μου έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, μου άνοιξε τα μάτια, διότι ομολογώ πως είχα στραβώσει τελευταία με τα καμώματά τους που μου κόψανε τόσα φράγκα από το μηνιάτικο. Τέλος πάντων, αφού μου πε έτι, έτσι έκαμα κι εγώ. Διότι πιο καλά με τον μισθό κουτσουρεμένο παρά απολυμένος, σκέφτηκα.
Οχτώ εκλογικά κέντρα είχε το νησί, σε όλα ψηφίσαμε, σε όλα καταγράφτηκε το όνομά μας, και το δικό μου και της κυράς, παρόλο που εκείνη δεν είναι δημόσια υπάλληλος, τίποτα δεν είναι, οικιακά, την έβαλα όμως να ψηφίσει κι εκείνη, μη γίνει καμιά στραβή και δεν καταγραφτούμε ως οικογένεια στο κόμμα, έχουμε και δυο παιδάκια που πρέπει αύριο μεθαύριο να βγούνε στη ζωή με ένα εφόδιο διάβολε, να ‘χουμε μια μούρη στον Μιχαλάκη, μπας και μεσολαβήσει να μπούνε κάπου τα παιδιά να βγάζουνε τα προς το ζει. Έτσι σκέφτηκα. Σκέφτηκα βεβαίως και πως αφού μ’ έπιασε επί τούτου ο Μιχαλάκης για να μου τα εξηγήσει ιδιαιτέρως, αυτό σημαίνει πως με έχουνε σε μεγάλη εκτίμηση εκεί στα κεντρικά, με έχουνε και στα υπόψη, και πως θα κοιτάξουνε ειδικότερα άμα κλείσουνε οι κάλπες, να δούνε αν έκαμα το χρέος μου και αν προσήλθα, κι αυτό, πρέπει να ομολογήσω, πως από τη μια με έκαμε λίγο περήφανο κι από την άλλη όμως κομματάκι με τρόμαξε, κι άμα σπάσει ο διάβολος το ποδάρι του και τσεκάρουνε, είπα μέσα μου, απαπαπα, καλύτερα να με βρούνε γραμμένο πως προσήλθα οχτώ φορές οικογενειακώς παρά καμιά και να με διώξουνε από τη δουλειά μου στο Δήμο. Τι θ’ απογίνω τότε; Τούτα τα άμοιρα τα παιδάκια μου τι φταίνε; Δεν είμαστε για να σηκώνουμε μπαϊράκι, όχι, όχι ακόμα, άσε να μεγαλώσουνε πρώτα τα παιδιά κι άμα δεν τα βάλουνε σε μια θέση, τότε θα ‘χω κάθε λόγο να τους γυρίσω την πλάτη. Τώρα όμως όχι ακόμα, τώρα έχουμε και ένα πιάτο φαί και μια ελπίδα για το μέλλον από δαύτους, μην είμαστε μπιτ αχάριστοι.
Έτσι το προγραμμάτισα κι έκανα όλες τις κινήσεις αποσπερίς. Γέμισα το αμάξι με βενζίνα, χάλασα κι ένα πενηντάρικο στο ψιλικατζίδικο της κυρά Ελπίδας και πήρα εικοσιπέντε δίευρα, έριξα από ένα στον κάθε κουμπαρά των παιδιών για μια ώρα ανάγκης, έδωσα κι ένα στην κυρά για να ανάψει το κεράκι της το πρωί, προτού κινήσουμε για την εκδρομή, που πήγε στην εκκλησιά, και μου μείνανε εικοσιδυό δίευρα στο χέρι. Σαν πόψαλε ο παπάς κι ήρθε στο σπίτι η κυρά, τύλιξα οχτώ δίευρα σ’ ένα χαρτί και της τα πάσαρα να τα χώσει στην τσέπη, έβαλα άλλα οχτώ στη δικιά μου, πάλι σε χαρτάκι καμωμένο μασούρι και μείνανε έξι, φτιάξαμε τα σάντουιτς, οχτώ τον αριθμό, δυο για κάθε έκαστο, πήραμε ένα καφέ και δυο μπουκάλια νερό και κινήσαμε από βορρά προς νότο. Το κάναμε το χρέος μας παντού. Όπου υπήρχε κάλπη. Ευτυχώς που δουλεύω το Δήμο και είχα μάθει από την Παρασκευή σε ποια χωριά και τοποθεσίες θα λάβουνε χώρα οι εκλογές, κι έτσι έβγαλα ρότα άσφαλτη, από τη μια κάλπη καρφί στην άλλη πηγαίναμε, είδαμε κι όλο το νησί από πάνω ίσαμε κάτω, περάσαμε από κάτι χωριά που είχα να τα δω μπορεί και είκοσι χρόνια, ήτανε και η φύσις σε οργασμό, την καταφχαριστήθηκα την εκδρομή εχτές, έκαμα και το χρέος μου και με το παραπάνω, να μην έχουνε καμιά αφορμή να πούνε κουβέντα για μένα, κι έτσι περάσαμε πολύ όμορφα κι εμείς και τα παιδιά, να ναι καλά ο Μιχαλάκης που μ’ έβαλε στα αίματα. Και το βράδυ που γυρίσαμε ήμουνα κατάκοπος από τόση οδήγηση, όλο το δρόμο εγώ τον έφαγα στο τιμόνι, η κυρά δεν έμαθε ποτέ της να οδηγεί, δεν ήθελα να γίνει σοφεράτζα και δεν την άφησα, τέλος πάντων, το χω μετανιώσει τώρα αυτό, διότι μετά από τη δουλειά πρέπει να πηγαινοφέρνω εγώ τους σατανάδες στα φροντηστήρια όλο το απόγεμα, άλλη ιστορία όμως αυτή, γυρίσαμε λοιπόν το βράδυ και έμαθα το αποτέλεσμα από την τηλεόραση, πήρε κοντά 97% ο αρχηγός και η συμμετοχή δεν ήτανε και πολύ μεγάλη όπως την προηγούμενη φορά, καλό αυτό για μένα. Πήγα να κοιμηθώ πολύ ευχαριστημένος και σαν έβγαλα το παντελόνι μου, πέσανε από την τσέπη τρία δίευρα, τα ρέστα από το πενηντάρικο, τα πιασα και τα δωσα στην κυρά. Βάλε τα κάπου γυναίκα για να τα θυμόμαστε, της είπα, αυτά είναι η απόδειξη πως κάναμε το χρέος μας σήμερα στο κόμμα. Άμα τύχει και με ρίξουνε μετά τις εκλογές ο μη γένοιτο, θα πάω και θα τους τα τρίψω στη μούρη, καληνύχτα. Κι έπεσα ξερός στο κρεβάτι.
Μπάμπης Παπασοκράτους
Δημοτικός Υπάλληλος
http://dracoulas.blogspot.com/2012/03/blog-post_1069.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου