Τρίτη, Μαρτίου 01, 2011

Kοροιδευουν σε ολες τις γλωσσες.



divest

–verb (used with object)
1.
to strip of clothing, ornament, etc.: The wind divestedthe trees of their leaves.
2.
to strip or deprive (someone or something), especially ofproperty or rights; dispossess.
3.
to rid of or free from: He divested himself of all responsibilityfor the decision.
4.
Law to take away or alienate (property, rights, etc.).
5.
Commerce .
a.
to sell off: to divest holdings.
b.
to rid of through sale: The corporation divested itself ofits subsidiaries.
To κυβερνητικο σχημα μεταφραζει την λεξη σαν αξιοποιηση,κοροιδευει στην Ελληνικη,κοροιδευει και στην αγγλικη,γενικα μας θεωρει ηλιθιους σαν λαο?


Hanging is the lethal suspension of a person by a ligature. The Oxford English Dictionary states that hanging in this sense is "specifically to put to death by suspension by the neck", although it formerly also referred to crucifixion and death byimpalement in which the body would remain "hanging".
Aυτη την λεξη τουλαχιστον μπορει να την μεταφρασει σωστα ?

Δεν υπάρχουν σχόλια: