Με τεντωμένα νεύρα, ακροποδητί, φτάσαμε στο Πάσχα, με άνοιξη που διστάζει να ξεμυτίσει, με κλίμα που περιγράφει τον μέσα καιρό, καιρό κρύο και θαμπό. Θα το θυμόμαστε κι αυτό το Πάσχα, αχνό, όπως αχνό θυμόμαστε το περασμένο, παραμονές του Μνημονίου, θα το θυμόμαστε μες στις προφητείες για τη χρονιά του ’11, σκληρή χρονιά, για όσους ξεπέφτουν και δυστυχούν, για όλους όσοι αγωνιούν, για όλους όσοι μαζεύονται να πιουν ένα ούζο με νηστίσιμα και γυρνάνε την κουβέντα στον παρόντα ζόφο και μαυρίζουν.
Αλλά έχουν και οι προφητείες τις διαψεύσεις τους, έχουν και οι ζόφοι τα φώτα που τους διαλύουν. Αίφνης, παρά τη σύγχυση και την απαισιοδοξία, όλο και περισσότεροι Ελληνες κατανοούν ότι από τη συμφορά δεν μπορείς να κρυφτείς ατομικά. Ακόμη κι αν γλιτώσεις μια περιουσία κι ένα εισόδημα, μια δουλειά, είναι δύσκολο να ζήσεις σε μια χώρα όπου οι περισσότεροι θα δυστυχούν, όπου οι κάδοι απορριμμάτων στις αστικές συνοικίες θα ‘ναι καβατζωμένοι από πρωινούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, όπου οι ζητιάνοι θα περνούν ανά τρίλεπτο στο καφενείο, και στις χωματερές θα αλληλοεξοντώνονται συμμορίες ρακομεταλλοσυλλεκτών, ένυλα slum που διαχέονται στο ιστορικό κέντρο και στις παρυφές, άυλα slum, ψυχικά, που διαχέονται σε όλη τη δημόσια σφαίρα: Πώς γλιτώνεις από αυτά;
Δεν γλιτώνεις. Ακόμη κι αν υψώσεις τοίχους με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα στην παρ’ ημίν suburbiana, ακόμη κι αν το χρήμα έχει παρκάρει από καιρό στα νησιά Cayman, αφορολόγητο και θρασύ, ακόμη κι αν οι μετακινήσεις γίνονται πίσω από φυμέ τζάμια, ακόμη κι έτσι, ο ζόφος και ο κοχλασμός θα εισβάλλει από διάπλατες πόρτες μηντιακές: δεν κρύβεται, δεν θάβεται, δεν αποσιωπάται.
Δεν γλιτώνει λοιπόν κανείς. Ούτε ο πλούσιος ούτε ο μεσαίος. Ολοι θα ζουμε, ζούμε ήδη, σε μια υπόκωφη δυστοπία, με σιωπηρές πτωχεύσεις και αποδράσεις, με αιτήσεις μετανάστευσης, με απεγνωσμένες φυγαδεύσεις μικροαποταμιεύσεων, ανάμεσα σε σκονισμένα ενοικιαστήρια και οργισμένες αφίσες, σε έναν ακήρυκτο εμφύλιο, όπου συμφύρονται θύματα και θύτες αδιακρίτως, ενοχοποιημένοι και έξαλλοι εν ταυτώ. Ομως βλέπεις, ακούς, αφουγκράζεσαι, νιώθεις, ότι δεν πάει άλλο έτσι, όλοι να αλληλοϋποβλέπονται, όλοι να ενοχοποιούνται, όλοι να αδρανούν, όλοι να αναζητούν δοχείο για τη χολή που τους ανεβαίνει στο στόμα.
Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει μόνος του. Αλλά πώς θα αναγνωριστούν αυτοί οι πολλοί μόνοι σε ένα ενοποιημένο σύνολο, προσωρινό έστω, σε ένα όλον που θα ενώνει πολλαπλασιαστικά τις δυνάμεις, ώστε να αντέξουν το βάρος της συγκυρίας και να διαπλεύσουν τον μακρύ καιρό της κρίσης; Αυτός ο κοινός παρονομαστής αναζητείται τώρα, που θα συνενώσει σκόρπιες και ανοιμοιογενείς δυνάμεις προς κάποιο μίνιμουμ στόχο. Καλύτερα: ένας τελεστής, με τη μαθηματική έννοια· μια σχέση που θα μπορεί να δράσει πάνω σε όλη την υπάρχουσα ζοφερή σχέση και να τη μετασχηματίσει, να οδηγήσει σε μια ριζικά άλλη κατάσταση συνολικά.
Η κρίση οδηγεί σε υπερβάσεις και επανευρέσεις. Υπέρβαση των γνωστών εργαλείων, εννοιολογήσεων, συνηθειών· επανεύρεση μέσων, εργαλείων, εννοιών, στόχων. Υπερβαση των γνωστών ομαδώσεων ανά επάγγελμα, συντεχνία, κλάδο, συμφέρον, λόμπι, κλαν, συνλαμογικό γκρουπ· επανεύρεση άλλων πυρήνων για συσπείρωση: από το συγκεκριμένο ένυλο μικροπεδίο της κοινότητας έως το αφηρημένο, υπερβατικό μακροπεδίο της πατρίδας. Νέοι στόχοι: σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, επείγει η υπεράσπιση της δημοκρατικής τάξης, της ουσίας της, και όχι η περιστολή και η συρρίκνωσή της για δήθεν πρακτικούς λόγους.
Επείγει η ριζική αναθεώρηση του κυρίαρχου οικονομισμού υπέρ των λατρευομένων αγορών, αυτού που μάς οδήγησε εν πολλοίς στον παρόντα ζόφο. Επείγει η επανεπινόηση του πολιτικού. Η πολιτική κοινωνία οφείλει τώρα, περισσότερο από ποτέ πριν, να ανασυνταχθεί και να απαιτήσει δικαιοσύνη: δίκαιη φορολογία, δίκαιη κατανομή βαρών, τιμωρία κλεφτών, επίορκων και φοροφυγάδων. Δικαιοσύνη στο υλικό και στο ηθικό πεδίο, αλληλένδετα. Πώς καλούνται να θυσιαστούν μαζικά οι αδύναμοι, όταν κανείς επιφανής της κλεπτοκρατίας δεν έχει πληρώσει, δεν έχει τιμωρηθεί; Η επανεπινόηση του πολιτικού άρα περνάει, πρώτα απ’ όλα, από την απονομή δικαιοσύνης. Χωρίς υστερία, χωρίς δημαγωγία· ψυχρά, με ιστορική ευθύνη. Τότε, μπορούμε να δούμε και τους άλλους όρους του συνανήκειν, τους υπερβατικούς και προωθητικούς ― ώστε να δράσει ολοκληρωμένα ο τελεστής.
Ο υπόκωφος εμφύλιος που ζούμε τροφοδοτείται από οργή, από φόβο και σύγχυση. Τροφοδοτείται όμως και από δόλια φερέφωνα, όρνια αγορών, νεοδοσίλογους αριβίστες που πλασάρονται σε θέσεις κυριαρχίας πατώντας σε κοινωνικά ερείπια. Αλλά ο εμφύλιος, έτσι όπως διεξάγεται τώρα, τυφλός και πανδαμάτωρ, συδαυλισμένος κιόλας από τους αριβίστες, θα αφανίσει τους αδύναμους, θα πλήξει σφοδρά τους μεσαίους, θα ψαλιδίσει ακόμη και τους αστούς. Αυτό τον σωρό ερειπίων, το σωρό της αδικίας, ας δούμε πρώτα απ’ όλα: ορθώνεται και φράζει το μέλλον.