Πέμπτη, Μαΐου 24, 2012

τρομαγμένο



Κοιτάζω το κορίτσι που δοκιμάζει ένα φόρεμα. Παίρνει ένα, μ’ αρέσει όμως ένα ακόμη. Σκέφτομαι να της πάρω το δεύτερο φεύγοντας απ’ το μαγαζί. Σαν μίνι έκπληξη. Σαν ωραία χειρονομία. Κλισέ δε λέω, αλλά και πάλι, τί σημασία έχει, εμένα μου άρεσε και το φόρεμα και το κορίτσι. Αμέσως ένας οχετός σκέψεων βομβαρδίζει το μυαλό μου. Πού πας; Πόσα λεφτά έχεις; Πόσα στο πορτοφόλι, πόσα στην τράπεζα. Μείον τη ΔΕΗ. Μείον το νερό, δεν με παίρνει να το αφήνω άλλο απλήρωτο. Μείον ένα ποσό που πρέπει να μαζεύεται μπας κ φύγουμε το καλοκαίρι. Δεν βγαίνει η πρόσθεση με τίποτα. Δεν βγαίνει. Όταν αρχίζει η αριθμητική στο μυαλό σου, δεν γλιτώνεις με τίποτα. Ύστερα από λίγο, άρχιζα να αναρωτιέμαι πού πηγαίνω χωρίς να έχω κρατημένο, στην άκρη ούτε ένα ελάχιστο ποσό. Πού πηγαίνουμε, μήνα το μήνα, με τα ψέματα, χωρίς καβάντζα, δίχτυ ασφαλείας, πνεύμα οικονομίας. Αν γίνει ένα μπαμ, αν δεν γίνει και συνεχίσουμε έτσι. Αν και αν και αν.
Έχουμε βγει έξω απ’ το μαγαζί και το μόνο που σκέφτομαι είναι το πόσο μίζερος έχω γίνει. Τί το κοιτάς ρε μαλάκα το φουστάνι; Τί το μετράς; Τί το ζυγίζεις; Παρ’ το ρε το κωλοφουστάνι.
-//-
Ύστερα το βράδυ, σπίτι να κοιτάω τα όσα συμβαίνουν στην Πάτρα. Πάντα υπήρχε έντονος ρατσισμός στην ελληνική κοινωνία. Όχι όμως αυτή η λύσσα, αυτή η μανία για λιντσάρισμα και αίμα και αυτοσχέδια εξόντωση λίγων από πολλούς. Όχι τόσο πολύ τουλάχιστον. Όχι με την υποστήριξη μεγάλης μερίδας τοπικών κοινωνιών. Ή απλά όχι σ’ αυτό το σημείο.
Τώρα, που αποσύρεται το χρήμα (ή η ψευδαίσθηση) του χρήματος απ’ το κοινωνικό σώμα, θα βρεθούν (βρίσκονται ήδη) όλα στο τραπέζι. Ληστείες και οργή, βιασμοί και λιντσαρίσματα, έγκλημα και πογκρόμ. Η κοινωνική εξαθλίωση γεννά τέρατα. Όταν οι μικροαστοί γίνονται φτωχοί, οι από κάτω τους, οι μετανάστες, απομένουν φαντάσματα. Η ελληνική κοινωνία βαφτιζόταν επί χρόνια στον αμοραλισμό, τώρα η φτώχεια απλά αποκαλύπτει και τραβάει τα πράγματα στα όρια τους. Μια επικείμενη σφαγή σέρνεται στο στόμα όλων.
Οξύνονται οι αντιθέσεις, γίνεται εμφανής ο (εν πολλοίς στρεβλός) κοινωνικός ανταγωνισμός. Οι φράσεις δεν μπορούν να δείξουν πόσο τρομαχτική είναι η πραγματικότητα. Λένε πολλοί, ότι η ΧΑ θα ξεφουσκώσει, θα χάσει αρκετό απ’ το ποσοστό της. Την ώρα που θα πέφτει εκλογικά (αν πέσει τελικά), θα θεριεύει κοινωνικά. Όσο οι πασοκονεοδημοκράτες διαλύουν την κοινωνία, αυτή ακροβατεί πάνω από μια νέα Βαϊμάρη. Ο πληθυσμός φλερτάρει ανοιχτά με τον εθνικοσοσιαλισμό. Η αριστερά δεν ξέρει πως και τί, δεν παρατηρεί όλο το πλαίσιο ή μεμονωμένα προσπαθεί απεγνωσμένα. Ο αντιεξουσιαστικός χώρος, μάλλον ο πιο σκεπτικός και σοβαρός πάνω σε τέτοια ζητήματα, πολλές φορές τρομάζει την κοινωνία (και κατανοώ πλήρως γιατί το κάνει), ενώ ίσως θα έπρεπε να μιλήσει ένα λόγο παρηγορητικό, σκληρό και εντέλει απελευθερωτικό. Μπορεί και να κάνω λάθος. Τίποτα δεν είναι εύκολο.
Το κεντροδεξιό μέτωπο μιλάει για Θεούς και πατρίδες και το μεταρρυθμιστικό κέντρο δεν πολυμπορεί τους ομοφυλόφιλους, την ώρα που η κεντροαριστερά μιλάει για υγειονομικές βόμβες. Ο σύριζα γυρνάει στην Ευρώπη για να του υπενθυμίζουν ότι πρέπει να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας. Να προχωρήσει η διάλυση της κοινωνίας, για να βρούμε σύμμαχους στην πολιτισμένη δύση. Σ’ αυτή την πολιτισμένη Ευρώπη που μας δανείζει, για να εξυγιανθούμε δημοσιονομικά την ώρα που αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που ψάχνει στα σκουπίδια για φαΐ. Ψάχνω να βρω ένα τρόπο να μπορέσω να υπερασπιστώ την Ευρώπη. Σήμερα, δεν βρίσκω τίποτα.
Απ’ το απόγευμα στο βράδυ, ο τρόμος είναι οικονομικός, είναι πολιτικός, είναι ο φασισμός που βαδίζει ήρεμος μέσα από τα πίξελ.
-//-
Το πρωί, παρκάρω έξω από ένα δημοτικό σχολείο στη Νίκαια. Κοιτάζω κάτι μέσα στην τσάντα. Ξαφνικά, βλέπω κάτι με την άκρη του ματιού μου και ακούω ένα θόρυβο. Η μπάλα έφυγε απ’ την αυλή για να κάνει γκελ στο παρμπριζ και να προσγειωθεί στη μέση του δρόμου. Βγαίνω έξω, πιάνω τη μπάλα, ρωτάω με μάλλον αυστηρό ύφος τα παιδιά που μαζεύτηκαν στα κάγκελα. «Ποιός την έκανε αυτή τη σουτάρα;». Όλα μαζί, φωνάζουν γελώντας, ο Στέφανος και τον δείχνουν. Πριν προλάβω να τους πω κάτι του στιλ, καλά βρε ρουφιανάκια, άμέσως να τον δώσετε τον άνθρωπο, παρατηρώ ότι ο πρώτος που χαζογελάει είναι ο περίφημος Στέφανος. Εγώ, λέει, εγώ. Συνειδητοποιώ ότι χαίρεται γιατί αυτός έκανε τη σουτάρα. Και για να είμαι ειλικρινής, ήταν όντως σουτάρα. Αν παρατηρούσες πού ήταν το τέρμα στην αυλή, το ύψος του κάγκελου, τη δύναμη της μπάλας και το πού είχα παρκάρει το αυτοκίνητο, θα καταλάβαινες ότι ο μικρός είχε κάνει ένα εξαιρετικό σουτ. Η μπάλα πρέπει να σηκώθηκε αρκετά για να πέσει με φόρα και απότομα πάνω στο παρμπρίζ. Πρέπει να έμοιαζε το σουτ με αυτά τα φάουλ που εκτελούσε εκείνος ο Βραζιλιάνος παίχτης της Λυόν, λίγα χρόνια πριν.
Τους επέστρεψα τη μπάλα με μια μάλλον ζυγισμένη σέντρα, η οποία είχε την έξτρα δυσκολία ότι πραγματοποιήθηκε με παντοφλέ παπούτσι της δουλειάς.
-//-
Απ’ το μαγαζί στη Σόλωνος, στην Πάτρα και πίσω στο δημοτικό σχολείο της Νίκαιας. Θέλω να ξαναγαπήσω αυτόν τον βρωμότοπο, όπως τότε στα 15 μου, πρώτη φορά στην Πάτμο ή τον Ταΰγετο. Θέλω να ξανακοιτάξω τους ανθρώπους που κατοικούν εδώ, όπως τότε στην Κομοτηνή, φοιτητής, που γνώρισα τους Βορειοελλαδίτες, τους Πόντιους και άνοιξε η καρδιά μου. Θέλω να ξαναδώ τον Παναγιωτάκη με πράσινο μαλλί να χορεύει ποντιακά. Θέλω να γυρίσω σε αυτόν τον εαυτό που θα ‘λεγε «τί το κοιτάς ρε ξεφτίλα το φουστάνι;». Θέλω να τρέξω με φόρα εκατοντάδων χιλιομέτρων προς τους φόβους μου. Να συγκρουστώ μπας και απομείνω ελεύθερος. Να συνέλθω, να βγω απ’ το τρομοκρατημένο, μετρημένο και ανέραστο σύμπαν τους.
Θέλω ο έρωτας να μου φάει και το τελευταίο ευρώ. Θέλω να δω το κορίτσι να φοράει εκείνο το ωραίο φουστάνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: